Άραγε σε ποια γης
να μας έχεις θάψει
(φύτεψες τουλάχιστον από πάνω
κάποιο δέντρο
έστω φυλλοβόλο;)
-γράφει η Μαρία Λυδία Κυριακίδου
ΓΕΝΝΑΙΑ ΚΙ ΗΛΙΘΙΑ
Άραγε
πώς να κοιμάσαι
τα βράδια
γνωρίζοντας πως
ποτέ δε θα μάθεις
για όσα απόδιωξες;
Άραγε
πώς να ξημερώνεις
χωρίς να οσφραίνεσαι
τελευταίο
το χέρι εκείνο που
σε λάτρεψε
χωρίς να
σε αγγίζει,
το βλέμμα εκείνο
που σε μάζεψε
χωρίς να σε τσαλακώσει
όταν μόνος ούρλιαζες
– συνηθισμένος για αιώνες –
άφωνα
ενώ
όσο κραυγάζοντας
σιωπούσες;
Άραγε
πώς να
στεριώνεις
το βήμα
μεσοήμερα
μεσόνυχτα
πώς και δε
πέφτεις να
τσακιστείς
όταν θυμάσαι
πως αρνήθηκες να
ξεχάσεις
τα όσα ως
σήμερα ήξερες;
Άραγε
πώς να τραγουδά
η προδομένη
φωνή σου
πώς καταφέρνει και
ριζώνει
η όποια νότα στο
λαρύγγι σου
αρκετά
ώστε να φωνίσει
τα ψεύτικα τα
λόγια
και ποια σιωπή σου
είναι από άγνοια
θαρραλέα
ώστε να σε λιβανίζει
κάθε που δαιμονίζεσαι;
Άραγε
σε ποια γης
να μας έχεις θάψει
(φύτεψες τουλάχιστον από πάνω
κάποιο δέντρο
έστω φυλλοβόλο;)
Άραγε,
φίλε μου κι αδερφέ μου,
πώς να μοιάζει
η ζωή
που σα τελειώνουν
αυτές εδώ οι
γραμμές
λιγώνονται τα
ερωτηματικά
και τρώγονται
από όσες
λιποτάκτησαν
άνω τελείες,
πώς θα σου μοιάζει η
αιτούμενη ασυλίας
στιγμή ετούτη
(η γενναία και ηλίθια)
που με τελεία
μεγαλόπρεπη
…μας τελειώνει;