Το τρίτο και τελευταίο μέρος των παράξενων εξομολογήσεων του Απόστολου Παππά.
«Το μπαλόνι.»
Το μπαλόνι ήταν έναν συνηθισμένο μπαλονάκι με ήλιον, σαν αυτά που πουλάνε για τα παιδιά, σε παζάρια και πανηγύρια. Το μπαλόνι λοιπόν αυτό έκανε βόλτες μέσα στο σπίτι. Ξεκινούσε από το καθιστικό και έφτανε μέχρι το παιδικό δωμάτιο – που τότε δεν ήταν παιδικό, το χρησιμοποιούσα ως «γραφείο» και είχα εκεί το pc μου.
«Εξορκισμός»
Φαντάζομαι οτι θα έχετε δει τον «Εξορκιστή«, τον «Εξορκισμό της Έμιλυ Ρόουζ», ή άλλες, ανάλογες ταινίες. Σε ένα μοναστήρι της Πελοποννήσου, είχα την πρώτη μου εμπειρία από δαιμονισμένο. Ήταν μια κοπέλα, γύρω στα 19 με 20. Μου είχε κάνει εντύπωση οτι δεν μπορούσαν να τη συγκρατήσουν, να την «κάνουν καλά», τέσσερις γεροδεμένοι άντρες.
Τη δεύτερη μου εμπειρία με δαιμονισμένο άνθρωπο, τη βίωσα σε ένα μοναστήρι, με έναν, μακαριστό πια, Γέροντα. Προσπαθούσε να εκδιώξει το δαιμόνιο απο τον δυστυχή «κατεχόμενο» άνθρωπο με έναν Σταυρό.
Ο δαιμονισμένος τότε, άρχισε να τον κολακεύει. «Τι θες απο μένα; φύγε μακριά μου, εσύ είσαι Άγιος..Άγιος!». Ο Γέροντας κατάλαβε το τέχνασμα του Πονηρού, προφανέστατα ήθελε να του εξάψει μέσα του το θανάσιμο αμάρτημα της αλαζονείας.
«ΔΕΝ είμαι άγιος, είμαι γη και σποδός… χώμα και νερό», του απάντησε. Ένα κάτι-σαν-σούρσιμο ακούστηκε και ο ασθενής έπεσε λιπόθυμος.
Προσωπικά βέβαια, είμαι αρκετά επιφυλακτικός σε θεωρίες και περιπτώσεις δαιμονισμού, φρονώ οτι τις περισσότερες φορές, μιλάμε για ψυχοπαθολογικές ή νευρολογικές καταστάσεις. Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.
«Το κλαρίνο να παίζει.»
OK, το περιστατικό δεν το έχω βιώσει προσωπικά, αλλά είναι απο τις φάρσες, που κάνουν συχνά στα χωριά.
Στην επαρχία, γίνονται αυτά. Φάρσες, στοιχήματα, σκηνικά διάφορα. Ο παππούς μου, για παράδειγμα, πιτσιρικάς έτι ων, έβαζε στοίχημα οτι θα πήγαινε στο νεκροταφείο τη νύχτα μόνος, και ως απόδειξη, λάδι απο τα καντήλια, ή κάποιο άλλο είδος, απο τα μνήματα.
Μια παρέα λοιπόν, σε κάποιο χωριό της Στερεάς, μετά απο αρκετή νυκτερινή οινοποσία, μετέβη στο νεκροταφείο του χωριού. Ο ένας απο αυτούς, είχε και το κλαρίνο του μαζί. «Σε παρακαλώ ρε αδερφέ, πάμε στον τάφο του παππού μου, θέλω να του παίξεις το αγαπημένο του κομμάτι.» «Έγινε, πάμε».
Πάνε πανω τον ταφο, παει καποιος κρυφα και δενει τον κλαριτζη απ το καγκελο του ταφου. Σχεδόν τύφλα στο μεθυσι, ο οργανοπαίκτης δεν πήρε χαμπάρι τι έγινε. Βάζει κάποιος μια φωνή, «Πάμε ρε, οι πεθαμένοι σηκωθηκαν και μας κυνηγάνε». Αρχισαν να τρέχουν όλοι, ο τύπος κίνησε να φύγει κι αυτός, και πιασμένος καθώς ήταν, ένιωσε να τον τραβάνε πίσω. Ακόμα δεν έμαθα αν τελικά τη γλίτωσε τη συγκοπή.
«Παιχνιδάκια με τον.. έξω απο δω. »
Δεκαετία του 80, Παρνασσός. Σε μια κατασκήνωση, που πήγαινα συχνά τα καλοκαίρια μικρός, ένα παιδί, μετά απο ένα άγριο τσακωμό, είχε πει οτι είχε συναντήσει τον Κυριούλη με τα Κέρατα και το Μούσι στο δάσος, να του γελάει σαρδόνια και να τον καλεί κοντά του.
Είχαμε τότε την φαεινή ιδέα, να …καλέσουμε τον Κυριούλη, για ένα «γειά». Πιτσιρικάδες που μαλακίζονται και πειραματίζονται. Θα έχετε ακούσει τη γνωστή φάση με τα κεριά και τους καθρέφτες, το διάβασμα του «Πάτερ Ημων» ανάποδα. Λένε οτι εμφανίζεται, ο ίδιος ο Άρχων του Σκότους, in flesh. Πήραμε 2 κεριά και ένα καθρέφτη, ένα στην κάθε πλευρά. Με ένα μαύρο ύφασμα στις πλευρές του καθρέφτη. Είχαμε ήδη γράψει το «Πάτερ Ημών» ανάποδα, συλλαβή προς συλλαβή.
Κάποιος ξεκίνησε να το διαβάζει, με τελετουργικό τρόπο. Δεν το τελείωσε ποτέ, για να δούμε αν θα είχαμε …επισκέψεις. Στη μέση περίπου, και ενώ μέχρι τότε επικρατούσε απολυτη σιωπή στο δάσος, αρχισαν να ουρλιάζουν σκυλιά. Πολλά σκυλιά, σε ενα οργισμένο, μακρόσυρτο αλύχτισμα.
Διακόψαμε αμέσως την «τελετή», χωρίς να δούμε καμια τερατομορφή ή κάτι άλλο παραφυσικό. Tην επόμενη μέρα, κάποιος με ρώτησε, αν το βράδυ βάφαμε με μαρκαδόρους τις λάμπες, στην πετρόχτιστη «σκηνή» που μέναμε. Ηταν ένα συνηθσμένο παιχνίδι, στην κατασκήνωση. Του απάντησα πως δεν κάναμε κάτι τέτοιο. Περίεργο, μου είπε. Χθες βράδυ, η σκηνή σας, φωτιζόταν περίεργα. Και άλλαζε, διαρκώς χρώματα.
Ίσως είναι καλύτερα, άνθρωποι, να αφήνουμε το Άγνωστο στην ησυχία του…