– του Ωρίωνα Κελεμπεσιώτη
H Δύση τούτου του χρόνου απλώνεται μέσα στην απεραντοσύνη του ορίζοντα. Ένας ήλιος αργοπεθαίνει πίσω από τα βλέφαρά μου κι ένας ήλιος βυθίζεται στο κυανό καθώς τα ανοίγω.
Και ενδύομαι πορφυρό πέπλο ιεροφάντη για να υποδεχθώ αυτόν τον διπλό θάνατο. Φυλλορροούν οι σκέψεις και γίνονται σταλαγματιές αιμάτινες και γίνονται ένα με το σώμα της Ερυθράς θάλασσας.
Κι όλα σωπαίνουν και μια βαριά σιωπή σκεπάζει όλες μου τις αγωνίες και τις ελπίδες για όσα φύγανε, για όσα έλθουν και για όσα δεν έλθουν ποτέ. Ηδονικά κλείνω τα μάτια και η γαλήνη σαν νηνεμία πλημμυρίζει το κορμί μου. Μια δύσθυμη αναγέννηση λαμβάνει χώρα μέσα στους κόλπους της συνείδησής μου.
Αισθάνομαι τους όφεις της γνώσης του Λαοκόοντα να τυλίγονται συμπλεγματικά γύρω από όλα τα όνειρα μου.Ύπουλα και σιωπηλά να τα στραγγαλίζουν λίγο πριν ακουστεί το πρώτο τους κλάμα.
Η θάλασσα απέραντη δίχως κανένα κύμα να απειλεί την γαλήνη της.
Χέρια λευκά,πρόσωπα γυναικεία και πορσελάνινα ξεπροβάλλουν αργά απ´ την αταραξία των νερών. Και οι σάρκινοι δείχτες διασταυρώνονται με τα χείλη θέλοντας να επιβάλλουν με αυτό τον τρόπο.
Σιωπή…