«Στου διαόλου τη μάνα» – Αντόνιο Λόμπο Αντούνες

Η τέταρτη, κατά σειρά, βιβλιοκριτική, του μίνι αφιερώματος, σε 5 φάσεις, για τη μυθιστοριογραφία με θέμα την Αγκόλα. Σε αυτά τα αφιερωματικά κείμενα, ο Αλέξανδρος Αντωνίου (BA, MA στην Κλασσική Φιλολογία), γράφει σύντομες κριτικές για βιβλία, σχετικά με λογοτεχνικές ιστορίες που εξελίσσονται στην Αγκόλα ή τουλάχιστον ένα κομμάτι τους πηγάζει από αυτήν.

Η πλοκή του μυθιστορήματος δομείται από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση ενός γιατρού που δουλεύει στο στρατό της Πορτογαλίας και περιθάλπει  τους τραυματίες πολέμου ενάντια στην αποικιακή Αγκόλα τη δεκαετία του ’70. Μέσω των ταξιδιών του στα στρατόπεδα και τα χωριά της Αγκόλας περιγράφει με τη δική τη φωνή του τα εγκλήματα πολέμου με μια τρομακτική και οδυνηρή λεπτομέρεια έως και την επιστροφή του στη νέα του ζωή πίσω στην Πορτογαλία. Η αφήγηση του ήρωα συμβαδίζει με τις απόψεις του ίδιου του συγγραφέα, καθώς υπάρχει ταύτιση συναισθηματική αλλά και ιδιαίτερα κοινά βιογραφικά στοιχεία, σε σημείο το βιβλίο να θεωρείται αυτοβιογραφικό.

Ο χειμαρρώδης μονόλογος αποτυπώνει έναν άνθρωπο που μισεί τον πόλεμο, μισεί τη φασιστική κυβέρνηση της χώρας, μισεί την αποικιακή κληρονομιά που αναγκάζεται να υπερασπιστεί, μισεί τη φτώχεια και την καταστροφή που αντικρίζει καθημερινά στην Αγκόλα, μια χώρα που δεν ανήκει στους δικούς της ανθρώπους. Καταλαβαίνει ότι τελικά μισεί τον ίδιο του τον εαυτό, καθώς γίνεται μάρτυρας ακραίων πολεμικών καταστάσεων και με δειλία δεν καταδικάζει αυτά που συμβαίνουν. Συνειδητοποιεί ότι χάνει ένα μέρος της δικής τους ανθρωπιάς και δεν μπορεί να σταθεί άξιος στην οικογένειά του που βρίσκεται πίσω στην πατρίδα. Σε αυτή την προσπάθεια, θέλει να δικαιολογήσει τον εαυτό του και τους άλλους ότι δεν ήταν από πριν τέρατα, αλλά έγιναν λόγω του πολέμου.

Πρόκειται για μια ιστορία πολεμικής απόγνωσης, αλλά ταυτόχρονα είναι και μια ιστορία αγάπης και έρωτα. Σχεδόν όλη η δράση του βιβλίου πραγματοποιείται σε ένα μπαρ όπου ο αφηγητής προσπαθεί να γοητεύσει ερωτικά μια γυναίκα περιγράφοντας τη δική του ιστορία ζωής. Σε αυτή την απόπειρα αποπλάνησης, εικόνες από το αστική ζωή του γιατρού πίσω στην Μπενφίκα και τη ζωή του στην Αγκόλα επαναλαμβάνονται με έναν ασταθή και ανοργάνωτο τρόπο, καθώς προσπαθεί απεγνωσμένα να προσελκύσει τη γυναίκα που σιωπηλά τον ακούει. Το εγώ του αφηγητή πολλές φορές μοιάζει τελικά να αντανακλά την ίδια την αυτοκρατορική ρητορική, ως εξαιρετικά ναρκισσιστική που επιβάλλεται στην ίδια τη χώρα, όπως απεικονίζεται από τη γυναίκα στο μπαρ. Το σεξ αποτελεί κι αυτό κομμάτι της πολεμικής πραγματικότητας και αντιμετωπίζεται συνολικά με την ίδια βαναυσότητα.

Η ροή της αφήγησης κυριαρχείται από μεγάλες προτάσεις που περιγράφουν γλαφυρά τη σύγχυση που προκαλείται από τη σκοτεινή και φρικιαστική πτυχή του πολέμου. Ο αφηγητής καταλαβαίνει ότι είναι τελικά ανήμπορος να αναπληρώσει το δυσθεώρητο κενό της απουσίας του στην οικογένειά του πίσω στην Πορτογαλία, αδυνατώντας να τους προσφέρει την αγάπη που χρειάζονται. 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.