
Στο μεταξύ, από τον πρώτο καιρό σε αυτή την γκαρσονιέρα, ήσυχη κι απόμερη, συνέβαιναν παράδοξα και δυσερμήνευτα πράγματα.
Έμενα μόνος. Κάποιες φορές τύχαινε να γυρίζω νωρίτερα από την δουλειά επειδή είχα απογευματινή εργασία. Ανοίγοντας την εξώπορτα για να μπω στην γκαρσονιέρα, έβλεπα στο βάθος τις δύο μπαλκονόπορτες, της κουζίνας και του κυρίως δωματίου, που είχαν πρόσβαση στο μικρό μπαλκόνι.

Όλα άρχισαν ένα μεσημεράκι που επέστρεψα από το γραφείο περίπου 12 παρά 20 το μεσημέρι. Ενώ, συνήθως, φεύγοντας το πρωί, άφηνα κλειστά τα εξωτερικά ξύλινα φύλλα με την κλασσική οριζόντια γρίλια, εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό του Φλεβάρη, τα είχα ανοίξει διάπλατα επιτρέποντας άπλετο φως, μέσα από τα τζάμια και τις λεπτές κουρτίνες, να περνάει στα δύο δωμάτια.
Αποσβολωμένος, έμεινα να κοιτάζω το άδειο μπαλκόνι με τον κουβά, ξύνοντας αμήχανα το κεφάλι, σίγουρος για αυτό που είδα και αβέβαιος για το τί, στην ευχή, είδα.

Από τότε και μετά, σχεδόν μια φορά την εβδομάδα, η γλυκιά θλιμμένη κοπέλα, έγινε τακτική επισκέπτρια της ζωής μου, πότε του μπαλκονιού και πότε του ύπνου μου.
Άρχισα να πιστεύω ότι κάποιο μυστικό έκρυβε αυτή η γκαρσονιέρα, ωστόσο δεν είχα μιλήσει ποτέ για αυτά στην παρέα, επειδή δεν ήθελα να τρομάξω κανέναν, ούτε να βάλω σε κανέναν περίεργες ιδέες.
Σεπτέμβριος του ιδίου έτους.
Σχεδόν εκπνέοντας την δεύτερη τζούρα, άκουσα ένα πνιχτό γυναικείο αναφιλητό να έρχεται από την κουζίνα μου κι αμέσως μετά γροθιές να χτυπούν δυνατά το κουφωμένο παντζούρι της. Πάγωσα.
Κρύο ρεύμα διέτρεξε την ραχοκοκκαλιά μου και σηκώθηκα με βήμα βαρύ από τρόμο να πάω στην κουζίνα.
Σήκωσα το μάνταλο και άνοιξα το πορτόφυλλο. Κοίταξα αριστερά, μετά δεξιά. Τίποτα.
Δισταχτικά βγήκα έξω, ανήσυχος για το τί θα αντικρύσω.Στάθηκα στην κουπαστή του μπαλκονιού και κοίταξα κάτω. Τίποτα, όλη η πολυκατοικία σκοτεινή.
Περιέφερα το βλέμμα στα μπαλκόνια των γειτονικών πολυκατοικιών. Τα περισσότερα ορθάνοιχτα, σκοτεινά, δήλωναν ότι η πόλη κοιμόταν και δροσιζόταν από την ζέστη της ημέρας. Κάποιο σιγανό ροχαλητό ακούγονταν ρυθμικά, ένα – δυό μπαλκόνια πιο πέρα, λίγο χαμηλότερα.
Σκέφτηκα ότι κάτι θα συνέβη σε κάποιο από τα γειτονικά διαμερίσματα. Κοίταξα ξανά ένα γύρω, αλλά ήταν τέτοια η σιγαλιά και η ακινησία, που καταντούσε αφύσικη.
Πώς ήταν δυνατόν να χτύπησε κάποια γυναίκα τόσο δυνατά, κλαίγοντας, τα παντζούρια ενός διαμερίσματος και να μην υπήρχε πουθενά, ούτε ένα φως αναμμένο; Κανείς δεν άκουσε τίποτα;
Ούτε καν οι ένοικοι του ιδίου του διαμερίσματος όπου συνέβη το γεγονός, αν συνέβη;
Γύρισα πάλι στο κρεβάτι μου αφού πρώτα, καλού-κακού, σφάλισα όλα τα παντζούρια. Ύστερα από αυτά, το μαξιλάρι μου φαινόταν αφιλόξενο. Ο ύπνος είχε κάνει φτερά και το ρολόι έδειχνε 1:05. Προσπάθησα να καταλάβω τί συνέβη και κυρίως τι δεν συνέβη.Καμία εξήγηση πέραν της απλοϊκής, ότι δηλαδή, η θλιμμένη κοπέλα έκανε την επίσκεψή της, αυτή τη φορά όχι στον ύπνο μου! Ανατρίχιασα στην ιδέα αυτή.
Κάθε σκέψη, ότι κάτι συνέβη σε κοντινό διαμέρισμα, σκόνταφτε στην απόλυτη αταραξία της νυχτερινής σιγαλιάς και του ανάλαφρου ρυθμικού ροχαλητού του γείτονα. Αποφάσισα να το ξεχάσω και να το αφήσω στα ανερμήνευτα.Η ιδέα, να αρχίσω να ρωτάω τους γείτονες, μήπως συνέβη κάτι στο παρελθόν στο διαμέρισμα, μου φαινόταν κάτι σαν ομολογία παράνοιας και την απέρριψα.
Έτσι, σιγά-σιγά, μετά από ένα ακόμα ανακουφιστικό τσιγάρο, ο ύπνος με τύλιξε…
Πέρασε καιρός, ήρθε Οκτώβρης και κάποια Κυριακή, καθώς επέστρεψα από το τακτικό ταξείδι μου, βρήκα στην είσοδο μια φίλη, να με περιμένει με το δικό της σακβουαγιάζ.
Μου είπε απλά, ότι γυρίζοντας από τους δικούς της -μέτοικος και αυτή- διεπίστωσε ότι είχε ξεχάσει τα κλειδιά της εκεί και με παρεκάλεσε να μείνει μαζί μου, ώσπου να διευθετήσει την αποστολή τους με ΚΤΕΛ.
Φυσικά, την καλωσόρισα, της έστρωσα το ντιβανάκι του χωλ, κι εκείνη πήρε τηλέφωνο τους δικούς της και κανόνισε να της σταλούν τα κλειδιά την επόμενη. Έτσι με κουβέντα και κουτσομπολιό, αποκοιμηθήκαμε.
Την άλλη μέρα, φεύγοντας για δουλειά, χωρίς να την ξυπνήσω, της άφησα ένα δεύτερο σετ κλειδιών με ένα σημείωμα να μην αγχώνεται και να αισθάνεται σαν στο σπίτι της. Το γραφείο μου δεν ήταν μακριά, μόλις 3 τετράγωνα πιο πέρα και χαιρόμουν το πρωινό περπάτημα, χωρίς άγχος να προλάβω.
Στις 12 το μεσημέρι, βλέπω την φίλη μου να καταφθάνει στο γραφείο τρέχοντας, λαχανιασμένη και με πραγματικό τρόμο στα μάτια. Απόρησα.
Η πρώτη της κουβέντα ήταν: «Ποιός άλλος μένει στη γκαρσονιέρα;» Της έφερα νερό, παράγγειλα καφέ και αφού έκανε ένα τσιγάρο κατάφερε να μιλήσει συγκροτημένα.
Μου εξιστόρησε ότι ξύπνησε κατά τις 10 και μέχρι να φτάσουν το απόγευμα τα κλειδιά της, αφού ήπιε έναν ελληνικό καφέ και έκανε δύο τσιγάρα, αποφάσισε να σκουπίσει και να σφουγγαρίσει. Της είπα «ευχαριστώ» χαμογελαστά και «δεν ήταν ανάγκη» και με έκοψε απότομα με μια κίνηση του χεριού.
Είπε: «Δεν είναι αυτό το θέμα. Την ώρα που είχα τα πάντα διάπλατα ανοιχτά και σφουγγάριζα το χώλ, το μάτι μου έπιασε με την άκρη του, μια γυναικεία σιλουέτα να περνά γρήγορα από την μπαλκονόπορτα της κρεβατοκάμαρας και καθώς σήκωσα το βλέμμα ξαφνιασμένη, είδα το προφίλ μιας μελαχρινής κοπέλας με μαύρο πουά μεσάτο φόρεμα, να περνά με ταχύ διασκελισμό, μπροστά από την μπαλκονόπορτα της κουζίνας. Βγήκα έξω στο μπαλκόνι αμέσως, για να διαπιστώσω με τρόμο ότι τίποτα και κανείς δεν υπήρχε στο άκρο του μπαλκονιού. Ακόμα και αν ήθελε να πηδήξει αλλού, το κοντινότερο μπαλκόνι απείχε 3 μέτρα και το παράθυρο του γειτονικού κλιμακοστασίου 2 μέτρα διαγώνια χαμηλότερα, κλειστό. Τρομοκρατήθηκα και έφυγα τρέχοντας μέχρις εδώ. Δεν ξαναπάω εκεί μόνη μου».
Έμεινα να την κοιτώ, κάπως χαζά, προσπαθώντας να σκεφτώ τι θα πώ. Τελικά είπα –όχι ιδιαίτερα πειστικά- ότι δεν γνωρίζω τίποτα και ότι είναι μάλλον ένα παιχνίδι φωτός και σκιάς που το βλέπω κι εγώ συχνά. Μου απάντησε ότι ήξερε πολύ καλά τι είδε και άρχισε κάτι να λέει ότι θα πρέπει να το ψάξω επισταμένα να μάθω την ιστορία του διαμερίσματος.
Της ξέκοψα ότι δεν είχα καμιά πρόθεση να δημιουργήσω θέμα στην πολυκατοικία, ότι το διαμέρισμα ήταν πολύ καλό και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν είχα σκοπό να το παίξω τρελός στους γείτονές μου. Έτσι το θέμα έμεινε εκεί, αλλά η φίλη αυτή δεν έμεινε ποτέ ξανά στο σπίτι μου μόνη.
Έτσι, λοιπόν, το βράδυ εκείνης της ημέρας, στο όνειρο, με επισκέφθηκε ξανά η θλιμμένη κοπέλα. Για άλλη μια φορά πήδηξε από το μπαλκόνι μου, με μία διαφορά. Στην αγκαλιά της κρατούσε ένα μωρό. Οι επισκέψεις της συνεχίστηκαν στα όνειρά μου, αλλά πλέον, πότε πηδούσε έγκυος με την κοιλιά αφύσικα μεγάλη, πότε με μωρό στην αγκαλιά.
Ήμουν, πια, σχεδόν βέβαιος, ότι κάτι πολύ βαρύ είχε συμβεί στο παρελθόν. Κάποια στιγμή τόλμησα να ρωτήσω τον διαχειριστή έξω-έξω, μήπως είχε συμβεί κανένα έκτακτο γεγονός στην πολυκατοικία και μου είπε, κάπως στεγνά: «Μπα, τίποτα τα 8 χρόνια που είμαι εδώ». «Παλαιότερα;» επέμεινα. «Δεν έχω ακούσει κάτι», απάντησε.
Για να μην σας τα πολυλογώ, κόντεψα να πιστέψω ότι τρελάθηκα από την μοναξιά. Έτσι λοιπόν, χωρίς άλλα έκτακτα γεγονότα σχετικά με αυτό το θέμα, πέραν των τακτικών «επισκέψεων» στον ύπνο, κύλισε ένας ακόμα χρόνος.
Ώσπου, αρχές Σεπτέμβρη της επόμενης χρονιάς, έμεινε και πάλι μια φίλη στην γκαρσονιέρα
Την επόμενη μέρα, έμεινε στο σπίτι μόνη, ενώ εγώ ήμουν στην δουλειά. Περιττό να πω ότι κατέφθασε ασθμαίνοντας, κατατρομαγμένη, στο γραφείο. Ήταν και πάλι 12 το μεσημέρι.
Πλέον ήξερα, χαμογέλασα πλατιά και είπα: «Την είδες κι εσύ;» Άφωνη από την αντίδρασή μου, έγνεψε ναι. Τότε της παράγγειλα καφεδάκι και της τα εξιστόρησα όλα όσα είχα δει και ακούσει. Βούρκωσε, και ψιθύρισε «Την καημένη…».
Έκτοτε, εξαφανίστηκαν όλα τα παράξενα στον ύπνο και στο ξύπνιο… Στην γκαρσονιέρα έμεινα για άλλα 2,5 χρόνια μέχρι που πήγα σε νεόδμητο διαμέρισμα. Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση, ούτε σημάδι ξανά από την θλιμμένη κοπέλα…
Επιμύθιο
Οκτώ χρόνια μετά στην ίδια πόλη, καλοκαίρι, σε κάποιο υπαίθριο μπαράκι, πίνοντας το ουίσκι μου με μια φίλη, μου σύστησε τον άνδρα που την συντρόφευε, γνωστό τότε, καλλιτέχνη στους κύκλους της πόλης.
Ενώ η κοινή φίλη μας ασχολείτο ήδη με κάποια άλλη παρέα, πιάσαμε να συζητούμε οι δυό άνδρες για την πόλη, για τα παλιά, για την ζωή μας γενικότερα και κάπως το έφερε η κουβέντα στο πόσο σπάνια ήταν τα ελεύθερα διαμερίσματα προς ενοικίαση.
Έτσι, ανέφερα ότι τότε που πρωτόπιασα δουλειά, η κατάσταση ήταν πολύ χειρότερη και ότι έψαχνα 2 μήνες προτού βρώ μια γκαρσονιέρα ελεύθερη στην τάδε γωνία.
-Και έμεινες εκεί; με ρώτησε με ύφος λίγο χλωμό.
-Ναι, απήντησα υποψιασμένος.
«Μικρός», άρχισε να μου αφηγείται, «όταν πήγαινα δημοτικό, κάθε μεσημέρι, περνούσα από κείνη την γωνία, πηγαίνοντας στο σπίτι μου δυό τετράγωνα πιο πέρα.
Μια μέρα μάς έδιωξαν πριν τις 12, επειδή ήταν άρρωστος ο δάσκαλος, και με την τσάντα στον ώμο κίνησα το σταθερό μου δρομολόγιο για το σπίτι.
Περνώντας την συγκεκριμένη γωνία, είδα ασθενοφόρο και κόσμο συγκεντρωμένο. Στάθηκα, παιδί ακόμα 11 χρονών, γεμάτος περιέργεια να δώ τι έγινε. Κάτι έλεγαν για μια καημένη κοπέλα που την παράτησε ο αρραβωνιαστικός της.
Μετά από λίγο, πάνω σε ένα φορείο, έβγαλαν μια μελαχροινή λεπτή κοπέλα που φορούσε μαύρο φόρεμα με ανθάκια. Οι τραυματιοφορείς φώναζαν ανοίξτε, αναπνέει ακόμα. Την έβαλαν στο ασθενοφόρο κι έφυγαν.
Το ίδιο απόγευμα άκουσα την μητέρα μου να λέει σε μια γειτόνισσα για μια πολύ νέα κοπέλα, που, θέλοντας να αυτοκτονήσει επειδή την παράτησε ο αρραβωνιαστικός της, πήδηξε από τον 6ο.
Και η γειτόνισσα κούνησε το κεφάλι περίλυπη λέγοντας ότι μάλλον θα την άφησε έγκυο. Ήταν η μέρα που έμαθα πολύ βάρβαρα, ότι τα παιδιά δεν τα στέλνει ο θεός…»
Βαριά σιωπή και μια σκιά θλίψης, συντρόφεψε το υπόλοιπο του ποτού που πίναμε…
3 σκέψεις σχετικά με το “«Ανθάκια πουά»”