«Σφίγγει το βιβλιάριο στα χέρια. Κοιτάζει πάλι τη μικρή δαχτυλιά στο παράθυρο.Τώρα του φαίνεται ακόμη μικρότερη.» – από τη Μαρία Λυδία Κυριακίδου

Κρατά και σήμερα το βιβλιάριο ανεργίας και κατευθύνεται προς το κισέ.
42 χρονών και άνεργος.
Κανένα πρόγραμμα του οργανισμού απασχόλησης δεν τον περιλαμβάνει.
42 χρονών και άνεργος.
Κανένα πρόγραμμα του οργανισμού απασχόλησης δεν τον περιλαμβάνει.
Παρατηρει μια μικρή δαχτυλιά στο παράθυρο. Ποτέ δεν είχε νιώσει μικρότερος.
Αισθάνεται εκατομμύρια δάχτυλα να σπρώχνουν το πρόσωπο του.
Θέλει να ουρλιάξει, αλλά ξέρει πως δεν έχει το δικαίωμα. Στο σπίτι τον περιμένουν. Την ψυχραιμία του περιμένουν.
Δε θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί πως θα έφτανε σε τέτοιο σημείο. Ένα πτυχίο, ένα μεταπτυχιακό, 2 ξένες γλώσσες.
Καθόλου προίκα.
Καθόλου προίκα.
«Περιμένετε κάτι, κύριε;» τον ρωτά βαριεστημένα ο φαλακρός τύπος πίσω από το τζάμι.«Τη ζωή μου. Μήπως την είδατε;», απαντά και κάνει πως κοιτά γύρω, κωμικά, δήθεν ψάχνοντας.
Ο υπάλληλος σταματά τώρα αυτό που κάνει και υψώνει το βλέμμα του κάτω από τα μυωπικά γυαλιά του: «Πρωτόκολλο αριστερά,μητρώο δεξιά. Καθυστερείτε τη σειρά προτεραιότητας, κύριε», του απαντά και συνεχίζει τη δουλειά του.
Σφίγγει το βιβλιάριο στα χέρια. Κοιτάζει πάλι τη μικρή δαχτυλιά στο παράθυρο.Τώρα του φαίνεται ακόμη μικρότερη.Τα εκατομμύρια δάχτυλα δε σπρώχνουν πια.Έχουν εμβολιάσει το κεφάλι του.
Μούδιασμα.
«Θα ξαναπεράσω», απαντά και φεύγει.