«Κάποτε μου είπαν πως είναι τόσο άτεχνος ο κύκλος των λέξεων όταν κρύβει μια απέλπιδη ελπίδα. Τους είπα: Η ελπίδα της δικής σου έλευσης δεν είναι μάταιη.» – του Βαγγέλη Ρουσσάκη

Και εμείς άνθρωποι, μικροί, όπως κάνουμε πάντοτε, προσευχόμαστε σε θεούς για μιαν ακόμα χρυσή ανατολή. Μας ακούει κανείς άραγε; Μίλησε μου. Λιγο. Σιγά. Σαν τις πρώτες λέξεις όσων ποτέ ερωτεύονται. Άραγε είναι μια ευχή να βγει αληθινή; Όχι απόψε, θα μου απαντήσεις. Μα εγώ σε περιμένω, όλες τις φορές που δεν είσαι εκεί. Κι ας είσαι. Κι ας σε νιώθω να περιτριγυρίζεις σύμπαντα ολόκληρα με τα χνώτα σου. Το άρωμα σου κρατάει στη ζωή το δωμάτιο. Τεχνητή αναπνοή. Σιγή πριν το κατέβασμα. Βυθίζομαι στην απουσία σου. Μόνο για να αναπνεύσω. Σιγή. Μ’ ακούς που πια μόνο με δυσκολία αναπνέω. Έντεχνα κρύβομαι από τον κόσμο. Πολλές φορές δεν καταλαβαίνουν γιατί προτιμώ την μοναξιά μου. Δεν ξέρουν πως μόνο εκεί σε βρίσκω. Τις νύχτες. Σαν παιδί κουλουριάζομαι σε ένα στρώμα. Ζωντανή παρομοίωση της αγκαλιάς σου. Ξέρω πως όταν σου γράφω, μιλάω ακατάπαυστα. Δεν κουράζεσαι ποτέ, ακόμα και όταν μ’ ακούς. Φλυαρώ. Ξέρω. Μα είναι που περιγράφω πράγματα μόνο με λέξεις, επιδέσμους. Και αυτά που θέλω να περιγράψω δεν μπαίνουν ποτέ σε καλούπια χάρτινα.

Κάποτε μου είπαν πως είναι τόσο άτεχνος ο κύκλος των λέξεων όταν κρύβει μια απέλπιδη ελπίδα. Τους είπα: Η ελπίδα της δικής σου έλευσης δεν είναι μάταιη. Γιατί έρχεσαι, όταν δεν υπάρχει ουτ’ έστω ένα τραίνο ουρανού να σε φέρει εδώ. Η ελπίδα σου. Όχι δεν είναι μάταιη. Γιατί η αληθινή αγάπη ποτέ δεν είναι μάταιη. Είπα. Με ύφος παιδιού, που του απαγόρευσαν να κοιτάει την θάλασσα. Πολλοί σωπαίνουν για να μην βουρκώσουν. Μα δεν ξέρουν, κι ισως να μην μάθουν ποτέ, πως μέσα από τα δάκρυα σε καλωσορίζω. Κάθε φορά. Το καλοκαίρι σου, που θα ‘ρθει. Όταν έρθει, θα είμαι ένα φεγγάρι που θα έχει μεγαλώσει μόνο με ανέμους και θάλασσα. Τόσο πολύ θα σ’ έχω περιμένει, που θα είσαι ήδη γεννημένη μέσα μου. Τώρα, σε περιμένω παντού.
Όταν έρθεις, περίεργο θα σου πω: που δεν ήξερες πως ζούσες, από πάντα, μέσα μου.