– από τη Μαρία Λυδία Κυριακίδου
Κάθε μέρα γυρίζουμε στο σπίτι μας για να θάψουμε ένα νεκρό: μια σκέψη, ένα αίσθημα.
Σε λίγο δε θα χουμε τίποτε άλλο να κάνουμε παρά να κοιτάζουμε πως να βρούμε το ταΐνι μας,
σαν τα σκυλιά και σαν τις γάτες, με μόνη τη διαφορά, το χειρότερο,
πως θα κουβαλούμε μαζί μας τα υπολείμματα των ανθρώπων που ήμασταν .»
Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ, Μέρες, Γ΄, σελ. 208-9
(Αθήνα, 8-7-1940)
Διαβάζοντας με αφοσίωση ιστορία και λογοτεχνία από παιδί έχω πολλές φορές έρθει σε σημείο να σκεφτώ πως η ανθρωπότητα, επαναλαμβάνει τη κυκλική τροχιά της με τρόπο, πολλές φορές θαυμαστά τρομακτικό. Και φαντάζομαι δεν είμαι η μόνη.
Συναισθάνομαι πως είναι σα να ‘χουμε κατασκευαστεί από φύσης μας με ένα γενετήσιο ελάττωμα, , το ίδιο ακριβώς που θα σημάνει και το τέλος μας, αν δε μας προλάβει πρώτα δηλαδή, κάποιος εξωγενής ή εξωγήινος παράγοντας.
Αναρωτιέμαι, πραγματικά, ενθυμούμενη το παραπάνω, αν, όταν το έγραφε ο μεγάλος μας ποιητής, Γιώργος Σεφέρης, μπορούσε άραγε να συλλάβει ακριβώς το μέγεθος και την συχνότητα επανάληψης του μοτίβου, που αποκαλύπτεται σε αυτό που περιγράφει.
Αν μπορούσε ,δηλαδή, να προβλέψει τις φορές, που αυτό θα ερχόταν ξανά και ξανά απειλητικά σαν πέλεκυς πάνω από τα κεφάλια μας, υπενθυμίζοντας μας πως τίποτα δε τελείωσε.
Αν μπορούσε, να διαισθανθεί την εσαεί επικαιροποίησή του.
Αν εννοούσε πως αυτοί που σκοτώνουν εμάς είμαστε εμείς.