Αν μπορούσα να ξεχωρίσω έναν μόνο ποιητή που μιλά απευθείας στην ψυχή μου και επηρέασε τον τρόπο που σκέφτομαι, θα ήταν πολύ δύσκολη δουλειά.
Όμως, είμαι βέβαιη, ύστερα από κάποια χρόνια επαφής με λογοτεχνικά βιβλία, πως ο Γιάννης Ρίτσος κρατά μια μεγάλη, μια πολύ μεγάλη θέση στην ψυχή αλλά και στον τρόπο, που διαμορφώθηκε η, ως τώρα, σκέψη μου .
Συχνά, οι κριτικοί του Ρίτσου προσπάθησαν να σχολιάσουν το έργο του, αντλώντας δύναμη από τα βιογραφικά του δεδομένα, τις πολιτικές του πεποιθήσεις ή τα ιδιαίτερα προσωπικά του τραύματα. Κι αυτό, κατά τη γνώμη δική μου και άλλων, δημιουργούσε συχνά αντινομίες, γιατί απλούστατα εμπόδιζε συχνά το να δουν και να αλληλεξαρτήσουν μέσα σε όλο αυτό, τις ίδιες τις αισθητικές αναζητήσεις και ανησυχίες του μεγάλου μας ποιητή, αλλά και την προσωπική του προσπάθεια να καθιερωθεί στο χώρο του κατισχύοντος ποιητικού μοντερνισμού της γενιάς του ’30.
Με τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος», την ενθουσιώδη κριτική και την απονομή του Κρατικού Βραβείου Ποίησης, γίνεται επιτέλους ένα βήμα προς τα εμπρός: αφενός καθιερώνεται κι επισήμως ως ένας εθνικής εμβέλειας ποιητής και από την άλλη ξεκαθαρίζει και η διπολικότητα της πρόθεσης του έργου του, που αφορούσε σε ένα μοντέλο «ποιητικού ρεαλισμού».
Αυτό, έχει ήδη ξεκινήσει για τον ίδιο από το 1945 αλλά το 1956 με τη Σονάτα και επιτέλους, τη δεκαετία του ’70 και την «Τέταρτη Διάσταση», ο Ρίτσος καταφέρνει συνολικά και εγκαινιάζει μια νέα λογοτεχνική ατραπό: βαθεια ανθρωπιστική και κοινωνική, αποδεσμευμένη από την αντιπαλότητα του αστικού χώρου και τις εσωκομματικές πιέσεις του χώρου της Αριστεράς.
Ίσως είναι ένας από τους λόγους, που επηρεαστήκαμε τόσο έντονα από τον Γιάννη Ρίτσο.
Γιατί είναι ένας ποιητής, που με τη δύναμη του έργου του επαναπροώθησε το ποιητικό status quo του, προσδίδοντας του μια ανοιχτή δυναμική επικαιρότητας, πάντα πιστό εαυτώ και ,κυρίως, συνεχώς ντυμένο με βαθειά αγάπη προς τον άνθρωπο.
Αν και δε ξέρουμε με ποιο κείμενό του ή ποίημα να ξεκινήσουμε τις δημοσιεύσεις, παρακάτω, αυθόρμητα (μα καθόλου τυχαία), σας ξεχώρισα ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του «Ίσως να ‘ναι κι έτσι «(Εικονοστάσιο Ανώνυμων Αγίων), εκδ. Κέδρος.
Θα καταλάβετε γιατί.
[..]Όσο περνάν τα χρόνια τόσο οι παλιοί γνωστοί μας απομακρύνονται ο ένας απ’ τον άλλον. Οι άνθρωποι γίνονται περισσότερο κοινωνικοί και λιγότερο ανθρώπινοι. Χάνουν τις ιδιομορφίες τους, τα ιδιαίτερα προτερήματα και τα ελαττώματά τους· σχεδόν ισοπεδώνονται. Οι φιλίες μαραίνονται.
(…)
Και το περίεργο είναι πως εξωτερικά, στη συμπεριφορά τους, οι άνθρωποι μοιάζουν περισσότερο (ακόμη και στα κοστούμια τους και στη χτενισιά τους), σα να καταργηθήκανε οι διαφορές τους, κι όμως τώρα ακριβώς νιώθεις πως οι διαφορές τους αυξήθηκαν, κι όλοι τους χωρισμένοι με διαδοχικά κάθετα στρώματα τυπικότητας κι ευγενικής ψυχρότητας. Όπως άλλωστε και τα σπίτια.
(..)Κι οι άνθρωποι στριμωχτήκανε φαμίλιες και φαμίλιες μέσα σε τούτα τα κουτιά, κοντά κοντά, πλάι πλάι, κι ούτε γνωρίζονται κι ούτε βλέπονται ούτε χαιρετιούνται, κι αντίς για δέντρα έχουν κεραίες τηλεοράσεων, και μονάχα οι ολόσωμοι καθρέφτες των ασανσέρ κάτι κρατούν από μνήμες ερωτικών δωματίων…
(…) Κι όχι να πεις πως σήμερα δεν κουβεντιάζουν οι άνθρωποι – λόγια, άλλο τίποτα, άφθονα λόγια – μα δε συνομιλούν, δε λένε τίποτα δικό τους, προσωπικό, ιδιωτικό, ιδιαίτερο (και γι’ αυτό καθολικό), μόνο λόγια, ξένα, μηχανικά, δημοσιογραφικά, γενικού ενδιαφέροντος, μεγάλοι τίτλοι εφημερίδων, γιατί, πράγματι, ξεφυλλίζουν πολλές εφημερίδες διαβάζοντας μόνον τα κεφαλαία γράμματα και τα εγκλήματα και τις αυτοκτονίες, ακούν επίσης τις ειδήσεις των 9 ή και των 12 απ’ την τηλεόραση (έγχρωμη τώρα) – άνθρωποι επαρκώς ενημερώμενοι, πολύ π α ρ ό ν τ ε ς (εδώ και σήμερα), κι εντελώς α π ό ν τ ε ς απ’ τον εαυτό τους, απ’ το παρελθόν τους, το μέλλον τους και, φυσικά, απ’ το παρόν τους, μακριά απ’ τους άλλους..