Η εγγονή [μέρος α’]

«Οι γλώσσες της αγάπης, λένε, είναι πέντε . Και μια από αυτές είναι ο χρόνος που δίνεις σε κάποιον , ποσοτικά αλλά και ποιοτικά.» – από την Ευαγγελία Αγγελούση

retrospect_by_oni_ls

-Παππού, σταμάτα να με εκνευρίζεις, σε παρακαλώ, με γκρίνιες για τον γιο σου. Έχω τα δικά μου τώρα. Ξέρεις πόσο πάσχισα με αυτές τις εγκυμοσύνες. Τώρα δε με νοιάζει τίποτα άλλο. Μόνο τα παιδιά μου. Δεν ήθελα να τον καλέσω στο τραπέζι και δεν τον κάλεσα. Απλό το θέμα. Το ότι είναι γιος σου δε σημαίνει ότι θα κάνω υποχωρήσεις συνεχώς. Ας σκεφτεί κι εκείνος λίγο τη συμπεριφορά του.

Κοκκίνισε ο παππούς, σχεδόν μελάνιασε. Μόλις είχε βγει από το νοσοκομείο, όπου νοσηλεύτηκε για τρίτη φορά. Και μάλιστα τις δυο φορές στην εντατική. Λάζαρο τον φώναζαν οι γιατροί, γιατί πέθανε κι αναστήθηκε . Τον λάτρευε η εγγονή του τον παππού. Και τη γιαγιά, βέβαια, αλλά ο παππούς ήταν άλλη αξία για εκείνην. Αυτοί οι δυο την μεγάλωσαν σχεδόν.

Οι γονείς της ήταν μικροί σε ηλικία. Όχι ανεύθυνοι, μα χρειάζονταν βοήθεια. Θεό της, λοιπόν, η εγγονή τον παππού. Μα τα τελευταία τρία χρόνια απομακρύνθηκε αρκετά. Λίγο η δουλειά της –πολύ πιεστική και πολύωρη –λίγο το σπίτι και το νοικοκυριό που προσπαθούσε εγωιστικά μόνη της να καταφέρει, λίγο –ή μάλλον αυτό το τελευταίο πολύ –οι διαδοχικές εγκυμοσύνες και τα προβλήματά τους με όλο το άγχος που συνεπιφέρουν αυτά… Ε..τους παραμέλησε αρκετά τους γέροντες. Πάντα τους σκεφτόταν, αλλά η καθημερινότητα την έπνιγε.

Κι όταν έμαθε για την πρώτη εγκυμοσύνη, στον παππού πρώτα έτρεξε κλαίγοντας να το ανακοινώσει. Για να δει στο βλέμμα του ικανοποίηση κι υπερηφάνεια. Γιατί ένιωθε ότι του χρωστούσε αυτού του ανθρώπου. Μα πάνω απ’ όλα γιατί τον αγαπούσε και ποτέ δεν του το ψέλλισε. Του το έδειχνε με τον τρόπο της. Μα ο τρόπος του καθενός είναι διαφορετικός. Οι γλώσσες της αγάπης, λένε, είναι πέντε . Και μια από αυτές είναι ο χρόνος που δίνεις σε κάποιον , ποσοτικά αλλά και ποιοτικά. Μια άλλη είναι τα λόγια, λόγια αγάπης που εκστομίζει κάποιος αβίαστα, χωρίς συστολές φυτεμένες από το περιβάλλον.

Τέλος πάντων, τώρα, όμως, την είχε εξοργίσει. Διένυε τον τέταρτο μήνα της κύησης στο τρίτο της παιδί και φοβόταν πολύ γιατί κουραζόταν με τα άλλα δυο που ήταν αρκετά μικρά ακόμα. Πρόσεχε ακόμα και το πώς θα ανασάνει. Κι έρχεται, λοιπόν, εκείνος , ο Θεός της, που έπρεπε να την κατανοεί και της κάνει παρατήρηση γιατί δεν κάλεσε το γιο του στο τραπέζι της τελευταίας βάπτισης. Έλεος. Δεν το περίμενε από εκείνον. Την πλήγωσε που σκέφτηκε το θείο της περισσότερο από την ίδια. Αυτή ήταν το καμάρι του, όπως διατράνωνε κι ο ίδιος. Κι όμως, το καμάρι του το στεναχωρούσε τώρα ανενδοίαστα κι ας κουβαλούσε μέσα της το δικό της καμάρι. Ένιωσε, ξαφνικά, τόσο πληγωμένη που σηκώθηκε απότομα να φύγει αφήνοντάς τον σύξυλο να περιμένει βουρκωμένος μια απάντηση στην ερώτηση: «να έχω το κεφάλι μου ήσυχο ότι θα τα βρείτε με το θείο σου κάποια στιγμή;»

yesterday_and_long_before_by_mauflus-d5eraha.jpgΟδηγούσε και σκεφτόταν όσα έγιναν. Μόλις έφτασε στο σπίτι , τα ξέχασε όλα γιατί τα μικρά της την απασχόλησαν μέχρι το βράδυ. Όταν τους τακτοποίησε όλους ξάπλωσε κι αυτή να κοιμηθεί. Μα δεν της κολλούσε ύπνος. Θυμόταν όλο το σκηνικό. Τον παππού που την άδειασε για το γιο του, τη γιαγιά που τον σκουντούσε να σταματήσει, αλλά που δεν την υποστήριξε καθόλου γιατί σκέφτηκε κι εκείνη περισσότερο το γιο της. Την ίδια που ξεσπάθωσε απέναντί τους γιατί δεν την καταλάβαιναν που έπρεπε εκείνη τη στιγμή να σκεφτεί το δικό της παιδί και να προσπαθήσει να μην ταραχτεί.

Γι’ αυτό τους παράτησε στη μέση της συζήτησης –ή του διαπληκτισμού –κι έφυγε. Και ξαφνικά… ένα φλας άναψε και φώτισε τις γωνίες που δεν είχε κατορθώσει να δει καλά έως εκείνη τη στιγμή.
Το φλας ήταν η λέξη : «παιδί».

Με αυτή τη λέξη βρήκε πού έπρεπε να είχε στρίψει στην πορεία της. Αλλά αυτή το είχε αγνοήσει αυτό το φλας και συνέχισε ευθεία προς την πορεία που της έδειχνε το θολό της βλέμμα. Το παιδί, λοιπόν. Αυτή ήταν η απάντηση στο ερώτημα που τη βασάνιζε , γιατί τάχα την είχαν «αδειάσει» γιαγιά και παππούς μαζί. Για το παιδί τους. Κι αυτή το ίδιο είχε κάνει, άλλωστε. Τους είχε «ρίξει» για το δικό της το παιδί. Μα ήταν φυσιολογικό. Δεν έπρεπε να τους παρεξηγήσει.

Δεν έπρεπε να φερθεί έτσι σε δυο ανθρώπους που βοήθησαν τόσο στην ανατροφή της, που την αγαπούσαν τόσο και της το έδειχναν, που το μόνο που της είχαν τώρα ζητήσει είναι να νερώσει λίγο το δικό της κρασί –μια και ο θείος ήταν ξεροκέφαλος –και να κάνει μια υποχώρηση για χάρη τους. Τώρα ξεκαθάριζε το τοπίο.


(συνεχίζεται..)

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.