«Γελαστός παλιάτσος έγινα, τη τρέλα μου να κάνω παιχνίδι στους ανθρώπους για να ξεχαστούν.
Μα αυτοί με γδύσανε.» – από την Αργυρώ Τσαλούχου
Μα αυτοί με γδύσανε.» – από την Αργυρώ Τσαλούχου

Παγιδεύτηκα.
Σεργιάνισα σε σκέψεις απαράμιλλης ελπίδας κι έβλεπα το Φως αλλιώτικο τα πρωινά.
Αλήτεψα στα μάτια των άλλων και βρήκα την Αλήθεια τους.
Μύρισα όσα λουλούδια κι αν χρωμάτισαν το βλέμμα μου.
Φύτεψα τον Πόθο σε σβησμένες ψυχές και το Κουράγιο σ΄αυτούς που φοβόταν, κι ας φοβόμουν πιότερο εγώ.
Γελαστός παλιάτσος έγινα, τη τρέλα μου να κάνω παιχνίδι στους ανθρώπους για να ξεχαστούν.
Μα αυτοί με γδύσανε.
Βροχές έλυσαν πάνω στη φωτιά μου,
μαχαίρια πέταξαν στη ράχη μου,
ζωή μου πήραν για να ζήσουν.
Και γω τώρα στέκω εδώ, σαν ένας παλιάτσος τραγικός, να ζητιανεύω πνοές για να μπορέσω πάλι να σας κάνω το γέλιο ν΄αγαπάτε.
Σεργιάνισα σε σκέψεις απαράμιλλης ελπίδας κι έβλεπα το Φως αλλιώτικο τα πρωινά.
Αλήτεψα στα μάτια των άλλων και βρήκα την Αλήθεια τους.
Μύρισα όσα λουλούδια κι αν χρωμάτισαν το βλέμμα μου.
Φύτεψα τον Πόθο σε σβησμένες ψυχές και το Κουράγιο σ΄αυτούς που φοβόταν, κι ας φοβόμουν πιότερο εγώ.
Γελαστός παλιάτσος έγινα, τη τρέλα μου να κάνω παιχνίδι στους ανθρώπους για να ξεχαστούν.
Μα αυτοί με γδύσανε.
Βροχές έλυσαν πάνω στη φωτιά μου,
μαχαίρια πέταξαν στη ράχη μου,
ζωή μου πήραν για να ζήσουν.
Και γω τώρα στέκω εδώ, σαν ένας παλιάτσος τραγικός, να ζητιανεύω πνοές για να μπορέσω πάλι να σας κάνω το γέλιο ν΄αγαπάτε.