«Όπως και με τα περισσότερα που αγαπούσε, ήταν δειλός» – από τη Μαρία Λυδία Κυριακίδου

Ετοίμασε τη βαλίτσα του πολύ αργά, αν και συνήθως έκανε το αντίθετο.
Όλο κι όλο αυτά που ήθελε να πάρει θα μπορούσαν να χωράνε και σ’ ένα σακίδιο ώμου, όμως ήθελε να πάρει τον χρόνο του αυτή τη φορά.
Εκείνη είχε φύγει λίγο νωρίτερα, λέγοντάς του πως δε θα την ξαναδεί ποτέ.
Έπρεπε να της είχε πει πως δεν είχε σκοπό να αφήσει να συμβεί αυτό και πως θα τρέξει πίσω της, αλλά δε το ΄κανε. Αντίθετα, τη διαβεβαίωσε πως δε θα τον ένοιαζε καθόλου κι εκείνη έκλεισε την πόρτα πίσω δυνατά. Όπως και με τα περισσότερα που αγαπούσε, ήταν δειλός.
Όλο κι όλο αυτά που ήθελε να πάρει θα μπορούσαν να χωράνε και σ’ ένα σακίδιο ώμου, όμως ήθελε να πάρει τον χρόνο του αυτή τη φορά.
Εκείνη είχε φύγει λίγο νωρίτερα, λέγοντάς του πως δε θα την ξαναδεί ποτέ.
Έπρεπε να της είχε πει πως δεν είχε σκοπό να αφήσει να συμβεί αυτό και πως θα τρέξει πίσω της, αλλά δε το ΄κανε. Αντίθετα, τη διαβεβαίωσε πως δε θα τον ένοιαζε καθόλου κι εκείνη έκλεισε την πόρτα πίσω δυνατά. Όπως και με τα περισσότερα που αγαπούσε, ήταν δειλός.
Όταν η βαλίτσα έκλεισε πια, έμπηξε τα κλάματα. Ήταν μόνος. Ήταν λυπημένος.
Εξαντλημένος από τον φόβο του.
Εξαντλημένος από τον φόβο του.

