επιδέξια μπογιατισμένο
μαρτυρούσε ανενδοίαστα
μια ευλαβικά συντηρούμενη λαχτάρα
-γράφει η Ευαγγελία Αγγελούση
Εκείνη σκόνταφτε εκούσια
πάνω στη φθαρμένη καλημέρα του
και χόρευε ξυπόλυτη
πάνω στην παρκετίνη
του πρωινού του ξυπνήματος.
Αυτός φρυγάνιζε δυο λέξεις άνοστες
για ελαφρύ στομάχι
και της σερβίριζε φιλί φίλτρου
για να συνοψίσει τις διαδικασίες.
Το ετοίμαζε
όσο εκείνη χτένιζε τη ματαιοπονία της
μπροστά σ’ έναν καθρέφτη πανούργο
που την ψέκαζε κάθε τόσο
με προωθητικό αέριο ψευδαίσθησης.
Το κοκκινάδι στα χείλη της
επιδέξια μπογιατισμένο
μαρτυρούσε ανενδοίαστα
μια ευλαβικά συντηρούμενη λαχτάρα
να της το μουντζουρώσει αυθόρμητα
εκείνος.
Μα ετούτο το πεισματάρικο
έμενε αγέρωχα ζωγραφισμένο
μέχρι να ξεραθεί
πάνω στο άνυδρο στόμα της.
Πόσα πρωινά
να θυσιάσει
στη ρουφήχτρα του χρόνου
για ν’ αγοράσει όσο όσο
-διακαής της πόθος-
ένα βραδινό εισιτήριο
στο από κοινού τους ξημέρωμα;
Τα ομού σκοτώνουν κι ανασταίνουν.
Δε συντηρούν το ημιθανές.
Απέμεινε να καρτερεί
τα ομού.
Αθυσίαστη….