Η πέμπτη, και τελευταία, βιβλιοκριτική, του μίνι αφιερώματος, σε 5 φάσεις, για τη μυθιστοριογραφία με θέμα την Αγκόλα. Σε αυτά τα αφιερωματικά κείμενα, ο Αλέξανδρος Αντωνίου (BA, MA στην Κλασσική Φιλολογία), γράφει σύντομες κριτικές για βιβλία, σχετικά με λογοτεχνικές ιστορίες που εξελίσσονται στην Αγκόλα ή τουλάχιστον ένα κομμάτι τους πηγάζει από αυτήν.

Η ιστορία του Πέτρου και του Ιάσονα αναδεικνύει το δίπολο μεταξύ «φαίνεσθαι και είναι», σε μια προσπάθεια εξερεύνησης και διαμόρφωσης του ανθρώπινου χαρακτήρα από την εφηβεία προς την ωριμότητα. Το ένοχο παρελθόν του Πέτρου πηγάζει από τη γιγάντωση των ανομολόγητων ενοχών του από τη δειλή του συμπεριφορά, έτσι όπως αντιλαμβάνεται τουλάχιστον ο ίδιος το ρόλο του στη επιτέλεση μιας δολοφονίας. Σταδιακά απομονώνεται και νιώθει ντροπή για την αποσιώπηση της αλήθειας. Χρησιμοποιεί τον Ιάσονα ως σωσία, σαν κάλυψη του δικού του προσώπου στα μάτια των διάφορων άλλων, από την οικογένεια ως το σχολείο. Η αποξένωση είναι τόσο έντονη που οι εμφανισιακές διαφορές των δύο προσώπων δεν προξενεί εντύπωσε σε, σχεδόν, κανέναν.
Οι φαινομενικοί λόγοι της αλλαγής προσώπων προέρχονται από την ανάγκη αναζήτησης της αλήθειας, γύρω από τη δολοφονία μιας κοπέλας στην οποία νιώθει συνυπεύθυνος. Η πραγματικότητα ωστόσο διαφέρει κατά πολύ, καθώς μοιάζει να θέλει να ζήσει χωρίς να σκέφτεται τις συνέπειες, ζώντας στιγμές και εμπειρίες που δεν καταλαβαίνει.
Ένα βράδυ, έτσι όπως γύριζε σπίτι, ο ήρωας βλέπει σε ένα πάρκο μια κοπέλα να κοιμάται μόνη της. Αμέσως οι συνειρμοί που έρχονται στο μυαλό του και το παρόμοιο περιβάλλον γύρω του, τού θυμίζουν το σκηνικό της προηγούμενης δολοφονίας της άλλης κοπέλας. Ίσως να έφευγε αν δεν είχε τις τύψεις του παρελθόντος και να μην είχε παρατηρήσει ποτέ την ύπαρξή της στο σκοτάδι. Η κοπέλα, με καταγωγή από την Αγκόλα, αποτέλεσε σημαντικό εφαλτήριο σωτηρίας του και τελικά κινητοποίησε τη δράση και τη διαλεύκανση των πραγματικών ενόχων. Ήταν άστεγη, απροστάτευτη, αλλά τελικά λειτούργησε σαν την «παγίδα» έτσι ώστε να αιχμαλωτιστεί συναισθηματικά ο ήρωας.
Μολονότι η ιστορία της κοπέλας από την Αγκόλα δεν παρουσιάζεται εκτενώς, γίνεται προφανής η φοβισμένη στάση της προς τη ρατσιστική κοινωνία όπου όπως αποδείχθηκε ήταν εγκλωβισμένη σε έναν κόσμο γεμάτο ψέματα και εκβιασμούς. Σταδιακά ο ήρωας την ερωτεύτηκε, γιατί φάνηκε πως ήταν προμελετημένο να γίνει έτσι. Η γνωριμία αυτή ταρακούνησε ολόκληρη τη συμπεριφορά του ήρωα ώστε να οριοθετήσει ξανά τους στόχους του. Ο πόλεμος στην Αγκόλα, η πατριαρχική φιλοσοφία της διοίκησης των σοφών στη τοπική κοινωνία και η υποβάθμιση του ρόλου της γυναίκας αναφέρονται επιδερμικά σαν στοιχεία ενός άλλου κόσμου, τόσο μακρινού από την πραγματικότητα της Αθήνας.
Η περιγραφή της σύντομης ιστορίας της και η φοβισμένη στάση της τονίζουν με δραματικό τρόπο σε πόσο ευάλωτη θέση βρίσκονται αυτές οι γυναίκες, πόσο εύκολα πέφτουν θύματα κυκλωμάτων trafficking και πόσο εύκολα μπορούν να εμπιστευτούν κάποιον που θα τους δώσει μια σανίδα σωτηρίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η σανίδα σωτηρίας ήταν περισσότερη ψυχική, αλλά λειτούργησε αμφίδρομα τόσο για εκείνη όσο και για τον Πέτρο.