Ήταν μήνας Απρίλιος του έτους 1953. Το Πάσχα ήταν ενωρίς στις 5 του μηνός. Είχαμε εισέλθει στην εβδομάδα της Διακαινησίμου. Πήγαινα στη Δευτέρα τάξη του γυμνασίου της Δημητσάνας. Μη έχοντας σχολείο, λόγω των διακοπών του Πάσχα, έπρεπε και εγώ να κάνω κάποιες εργασίες, για να βοηθάω τον πατέρα μου. Την Τετάρτη το βράδυ ο πατέρας μου, μου είπε: » Αύριο δεν έχουμε καμιά δουλειά στα περιβόλια, γι’ αυτό εσύ θα πάρεις τα άλογα και θα πας στις Λίπες, στον παππού σου. Εκεί θα αφήσεις τα άλογα να βοσκήσουν και εσύ θα τα προσέχεις, αλλά θα βοηθάς και τον παππού σου, γιατί ο τσοπάνης λείπει..
Ξημερώνοντας η Πέμπτη, έχοντας και την έννοια ό,τι έπρεπε να πάω τ’ άλογα στη βοσκή, ξύπνησα με το χάραγμα. Επήρα τα άλογα και λίγο ψωμί σ’ ένα σακούλι με δύο αυγά και λίγο τυρί και έφυγα για τις Λίπες στανοτόπια του παππού. Εκεί θα συναντούσα τον παππού μου, που είχε τα γιδοπρόβατά του.
Μετά από πορεία μίας και μισής ώρας έφθασα στο λινό του Στέφανη. Εκεί βρήκα τον παππού μου με το μουλάρι, που είχε φέρει από τη Ζάτουνα. Κατέβηκα από το άλογο, επήγα κοντά και τον χαιρέτησα, φιλώντας του συγχρόνως το χέρι και αυτό με ευχήθηκε όπως συνήθιζε. «Την ευχή μου να έχεις παιδάκι, ο Θεός να σ’ ευλογεί και να σε έχει καλά» είπε και στη συνέχεια μου έδωσε εντολή να πάρω το μουλάρι και τα άλογα και να αφήσω ελεύθερα για βοσκή απέναντι στο αλώνι του Μπουγιούκα.
Πράγματι επήρα τα ζώα και τα επήγα κοντά στο αλώνι και τα άφησα ελεύθερα και θα επέστρεφα το βράδυ πριν φύγω να τα πάρω. Ο παππούς με το μουλάρι θα πήγαινε στη Ζάτουνα και εγώ με τα δύο άλογα, την Ντοριά και τον Ψαρή, θα επέστρεφα στο χωριό. Την επόμενη ημέρα ήταν Παρασκευή της Ζωοδόχου Πηγής και θα πήγαινα με την μάνα μου στην Αγία Ελεούσα, μικρό εκκλησάκι στο βράχο της Ζάτουνας.
Επέστρεψα στο λινό του Στέφανη, που το χρησιμοποιούσε ο παππούς για μαντρί και εκεί στάβλιζε τα στέρφα γίδια. Ο παππούς με περίμενε, βγάλαμε από το μαντρί τα στέρφα γίδια, τα κατεβάσαμε στον λινό του Καλαμπάκα, που ήταν τα γαλάρια. Εκεί αφού βάλαμε το μικρά κατσίκια στον τσάρκο, επήραμε όλο το κοπάδι των γιδιών στέρφα και γαλάρια και προχωρήσαμε να πάρουμε και τα πρόβατα, που ήταν στον λινό του Ψαρούλη.
Αφού συγκεντρώσαμε όλα τα γιδοπρόβατα τα οδηγήσαμε στο κατάλληλο μέρος για βοσκή, ώστε να βόσκουν τα πρόβατα και τα γίδια. Τα πρόβατα βόσκουν σε μέρη που δεν υπάρχουν πολλά δένδρα και το έδαφος είναι αρκετά ομαλό, Ενώ τα γίδια δεν τα εμποδίζει ούτε το έδαφος, ούτε τα δένδρα, αφού έχουν τη δυνατότητα να σκαρφαλώνουν παντού και προτιμούν για τροφή εκτός από το χορτάρι και τις τρυφερές κορυφές των θάμνων και των δένδρων. Σε απόσταση 200250 μέτρων από εκεί που επήραμε τα πρόβατα, αφού περάσαμε ένα μικρό καταράχι, αφήσαμε τα γιδοπρόβατα να βοσκήσουν.
Στο σημείο εκείνο ήταν μια πλαγιά που κατέβαινε από την ράχη του Μάρκου και μετά τον αυχένα που δημιουργείτο ήταν αμπέλια. Με τη σειρά τα αμπέλια ήταν αμέσως με το κατέβασμα το αμπέλι του Περικλή Τέρη, μετά από αυτό το αμπέλι του Αθανασίου Κινινή, ακολουθούσε το αμπέλι του Τροκανά (Μπούτσικα) και τελευταίο το αμπέλι του Παππού μου. Όλα αυτά τ’ αμπέλια συνδέονταν με δρόμο από το πρώτο μέχρι το τελευταίο, μήκους ενός χιλιομέτρου και πλέον.
Αφού τακτοποιήσαμε τα γιδοπρόβατα, ανεβήκαμε πάνω στο δρόμο στο ύψος που ήταν το αμπέλι του Κινινή και σε τέτοιο σημείο ώστε να ελέγχουμε όλη την έκταση και να εμποδίσουμε τα γίδια να μπουν στο αμπέλι και κάνουν ζημιά στο αμπέλι. Τα γιδοπρόβατα ήταν απλωμένα σε όλη την πλαγιά που ήταν και προς τα κάτω από το αμπέλι του Κινινή και βορειοανατολικά προς τις Λίπες.
Απέναντι στην άλλη πλευρά και στις παρυφές του Μελικάγκουρου, κάτω από την κορυφή αυτού που είχε το όνομα «Κουκούγερας» στη θέση «Μπουγιούκα» είχαμε αφήσει από το πρωί τα μεγάλα ζώα να βοσκήσουν. Αυτά ήσαν μία φοράδα, ένα άλογο και ένα μουλάρι.
Η ώρα πρέπει να ήταν 12,00 το μεσημέρι και βρισκόμαστε μπροστά στο αμπέλι του Κινινή. Εγώ με τον παππού μου καθόμαστε σε ένα απάνεμο μέρος κοντά στο αμπέλι, απολαμβάναμε τον Απριλιάτικο ήλιο και εγώ άκουγα με προσοχή τις συμβουλές και τις παραινέσεις του παππού να γίνω παπάς «άνθρωπος του θεού», όπως έλεγε και όχι δικηγόρος, όπως ήθελα εγώ, «ψεύτης και παλιάνθρωπος» κατά τον παππού.
Ξαφνικά εκεί που καθόμαστε και ενώ ο ουρανός ήταν ξάστερος, ο ήλιος μας έλουζε με τις ανοιξιάτικες ακτίνες του, μαύρα σύννεφα άρχισαν να καλύπτουν τον ουρανό, αστραπές διέσχιζαν από την μία άκρη στην άλλη τον ορίζοντα και τρομερές βροντές ακολουθούσαν τις αστραπές.
Στο Μελικάγκουρο εκεί ψηλά άρχισε να βρέχει και σε λίγο άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες της βροχής εκεί που είμαστε εμείς. Ο παππούς μου σηκώθηκε αμέσως επάνω κοίταξε δεξιά και αριστερά και είπε: «Μας τα χάλασε ο καιρός σήμερα, θα μουσκέψουμε για τα καλά» και αμέσως συνέχισε «Φίλιππα παιδί μου να πας να μαζέψεις τα ζωντανά για να μην τα πιάσει η μπόρα που έρχεται», εννοώντας βέβαια τα μεγάλα ζώα που είχαμε αφήσει απέναντι.
Στην αρχή δίστασα γιατί εκτός από την βροχή, η απόσταση που έπρεπε να διανύσω μέχρι να φθάσω στα ζώα ήταν πολύ μεγάλη. Μπροστά όμως στην επιμονή του παππού μου να μην βραχούν τα ζώα ξεκίνησα. Τότε βέβαια δεν υπολόγιζαν τα παιδιά όπως σήμερα, τα ζώα είχαν μεγαλύτερη αξία.
Έφυγα αμέσως από το αμπέλι του Κινινή, που βρισκόμαστε και σχεδόν τρέχοντας μέσα από μονοπάτια δύσβατα, κατέβηκα μέχρι τον Λινό του Καλαμπάκα, απόσταση ενός χιλιομέτρου και πλέον. Φθάνοντας εκεί σταμάτησα για λίγο να πάρω μια ανάσα, γιατί αμέσως θα άρχιζα να ανεβαίνω για τον Λινό του Στέφανη, μεγάλη ανηφόρα και μέσα από γιδόστρατες.
Ξεκίνησα τρέχοντας υπό βροχή, που όσο πήγαινε και γινόταν πιο δυνατή και σε λίγο εξελίχθηκε σε καταιγίδα με αέρα αστραπές και βροντές. Κάθε τόσο άκουγα την φωνή του παππού μου, που κατά την γνώμη του δεν πήγαινα πολύ γρήγορα, που έλεγε «τρέξε λυκοφαγωμένε τα ζα θα βραχούν»!!! Τη λέξη «λυκοφαγωμένος» τη χρησιμοποιούσε πάντα.
Μετά τον Λινό του Καλαμπάκα, άρχισα κυριολεκτικά να σκαρφαλώνω στην πλαγιά, ανηφορίζοντας στο καταράχι του Τσαρμπού, μέσα από γιδόστρατες, για να φθάσω στο καλύβι του Στέφανη και από εκεί να κατευθυνθώ προς του «Μπουγιούκα» για να βρω τα ζώα.
Με την ψυχή στο στόμα άρχισα ν’ ανεβαίνω προς το καλύβι του Στέφανη, ακολουθούμενος από τη φωνή του παππού μου που με προέτρεπε να τρέχω για να μην βραχούν τα ζώα. Όταν όμως έπιανα σε κάποιο σημείο που δεν με έβλεπε ο παππούς μου, σταματούσα να τρέχω, καθόμουν λίγο να ξαποστάσω και συνέχιζα να βαδίζω κανονικά. Σαν έβγαινα όμως στο ξάγναντο, λες και καταλάβαινε ότι είχα καθίσει συνέχιζε να φωνάζει «τρέχα λυκοφαγωμένε…».
Τέλος έφθασα στο αλώνι του «Μπουγιούκα» μουσκεμένος από την βροχή μέχρι το κόκκαλο και άρχισα να ψάχνω για τα ζώα. Γύριζα από δω και από εκεί ψάχνοντας, αλλά τα ζώα δεν φαίνονταν πουθενά εκεί γύρω. Φαίνεται ότι είχαν απομακρυνθεί σε άλλη περιοχή.
Ακολουθώντας τ’ αχνάρια που άφηναν πίσω τους μετά την βροχή, η οποία συνέχιζε να πέφτει με το τουλούμι, συνοδευόμενη από αστραπές και μπουμπουνητά , μουσκεμένος μέχρι το κόκαλο, έφθασα στον επάνω Τσέρο μια περιοχή με λακκώματα και γύρω, γύρο δάσος. Τα ζώα είχαν βοσκήσει εκεί στα λακκώματα για αρκετή ώρα και τα ίχνη τους έδειχναν ό,τι είχαν ανέβει στο βουνό παίρνοντας ένα μικρό μονοπάτι που υπήρχε εκεί και οδηγούσε στην κορυφή του βουνού.
Επήρα και εγώ το μονοπάτι αυτό, που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια ανηφορική γιδόστρατα και σιγά, σιγά με βροχή, με αστραπές και βροντές σκαρφάλωσα στην κορυφή του βουνού και έφθασα επάνω στο κτήμα του γερό Πανάγου Μπιτούνη από τη Ζάτουνα., μετά από σκαρφάλωμα μισή ώρα και πλέον.
Βρισκόμουν σε μικρή απόσταση από την κορυφή Κουκούγερας, που η ανατολική της πλευρά εκτινόταν μέχρι το κτήμα αυτό. Πέρασα την μάντρα που χώριζε το κτήμα από την κορυφογραμμή και βρέθηκα στο ψηλότερο σημείο του χωραφιού. από εκεί είδα τα ζώα να είναι λίγο πιο κάτω να έχουν μαζευτεί κάτω από μία συστάδα δένδρων γκοριτσιάς, για να προφυλαχθούν από την βροχή που συνέχιζε να πέφτει με μεγάλη ένταση,φοβισμένα από τις συνεχείς αστραπές και τα μπουμπουνητά, που ήταν πιο έντονα πάνω στο βουνό.
Ετοιμαζόμουν να πάω κοντά στα ζώα, όταν ξαφνικά σε απόσταση είκοσι με εικοσιπέντε περίπου μέτρων και δεξιά από εκεί που ήσαν τα ζώα, είδα μια αστραπή να κατεβαίνει προς τα κάτω με κατεύθυνση ένα μεμονωμένο δένδρο γκορτσιάς και ταυτόχρονα ακούστηκε μια μεγάλη βροντή. Με τύφλωσε ένα έντονο φως και αισθάνθηκα ένα σπρώξιμο στο στήθος, σαν κάποιος να με έσπρωχνε με μεγάλη δύναμη προς τα πίσω. Ήταν τόσο δυνατό το σπρώξιμο που μου προκάλεσε μεγάλο πόνο, λες και κάποιος με κτύπησε γροθιά στο στήθος. Ήταν τόσο μεγάλη η πίεση που δέχθηκα, που δεν μπόρεσα να κρατηθώ στα πόδια μου. Έχασα τον κόσμο γύρω μου και έπεσα φαρδύς, πλατύς προς τα πίσω, λες και με πέταξε κάποιος με δύναμη.
Έμεινα αναίσθητος για πόση ώρα δεν μπορώ να το προσδιορίσω. Η βροχή όμως που έπεφτε με δύναμη στο πρόσωπό μου με συνέφερε. Είδα ότι ήμουν πεσμένος προς τα πίσω και επάνω σε ένα μεγάλο θάμνο ασφάκας. Το στήθος μου με πονούσε, από την μεγάλη πίεση και οι πλάτες μου και το κεφάλι επίσης με πονούσε, γιατί πέφτοντας βίαια είχα κτυπήσει στις πέτρες, Ευτυχώς στο πίσω μέρος του κεφαλιού ελαφρά, γιατί είχε πέσει επάνω στις ασφάκες. που το συγκράτησαν και δεν έπεσε με μεγάλη ορμή, επάνω στις μεγάλης πέτρες που βρίσκονταν εκεί.
Όταν συνήλθα, σηκώθηκα με δυσκολία, γιατί το σώμα μου με πονούσε ολόκληρο από το κτύπημα, το δε κεφάλι μου περισσότερο. Προχώρησα με δυσκολία προς τα ζώα , που φοβισμένα από τον κεραυνό είχαν μαζευτεί το ένα κοντά στο άλλο και δεν κουνιόντουσαν.
Περνώντας δίπλα από το δέντρο που είχε κτυπήσει ο κεραυνός , είδα ότι αυτό είχε μια σχισμή στον κορμό, από πάνω μέχρι κάτω στο έδαφος και η κορυφή του είχε κοπεί στα δύο. Τότε και εγώ κατάλαβα ότι αυτό που με κτύπησε και έπεσα ήταν κεραυνός, είχε πέσει πολύ κοντά και βρήκε και μένα, που ήμουν προς την ίδια κατεύθυνση με την πορεία της αστραπής. Τα ζώα φαίνεται ό,τι δεν επηρεάστηκαν, γιατί ήσαν στην αντίθετη πλευρά.
Έφθασα στα ζώα που όταν με είδαν έδειχναν χαρούμενα και στο κάλεσμά μου ήρθαν αμέσως κοντά μου. Έπιασα τα χαλινάρια τους έδεσα το ένα πίσω στο άλλο με πρώτο το μουλάρι, μετά την φοραδίτσα την Ντοριά και τελευταίο το άλογο τον Ψαρή, ανέβηκα στο πρώτο και άρχισαν να κατεβαίνω το βουνό, ακολουθώντας πλέον την πιο βατή διαδρομή, για να πάω στο καλύβι του Καλαμπάκα, απόσταση τριών και πλέον χιλιομέτρων, συνέχεια κατηφόρα. Στο μεταξύ η βροχή είχε σταματήσει.
Η διαδρομή που ακολούθησα ήταν η εξής : Επήγα λίγο πιο πάνω από το κτήμα του γερό Πανάγου, έπιασα λίγο πιο κάτω, από την κορυφή του Κουκούγερα, ένα μικρό μονοπάτι που προχωρούσε δυτικά στην πλαγιά και κατέβαινε στις Λούμαινας και από εκεί στο δρόμο για τ’ αμπέλια του Βαρβουδά και το χωριό Μάρκου. Προχώρησα λίγα μέτρα στο δρόμο αυτόν και μετά έστριψα αριστερά και επήρα το δρόμο για τον Λινό του Καλαμπάκα, περνώντας από το σημείο που είχα ξεκινήσει στις 12 η ώρα το μεσημέρι, με βροχή, αστραπές και μπουμπουνητά, για το αλώνι του Μουγιούκα και τελικά να φθάσω στο Μελικάγκουρο για να βρω τα ζα και να τα μαζέψω, για να μην βραχούν!!!
Όταν έφθασα στον Λινό, η ώρα θα ήταν 5 ίσως και περισσότερο, ο παππούς είχε τακτοποιήσει τα πρόβατα στον Λινό του Ψαρούλη και τα γίδια τα είχε εκεί γύρω στον Λινό του Καλαμπάκα και περίμενε να γυρίσω με τα ζώα. Όταν κατέβηκα από το μουλάρι το πρώτο που με ρώτησε ήταν: «Είναι καλά τα ζα παιδί μου»!!!
Εκείνη την ώρα μόνο τα ζώα τον ενδιέφεραν και όχι εγώ, που πέντε ώρες περίπου, βρεγμένος μέχρι το κόκκαλο γύριζα από εδώ και από εκεί μέσα στα δάση και στα βουνά.. Όταν δε του εξήγησα το τι συνέβη και πως με κτύπησε ο κεραυνός και παρ’ ολίγο να μείνω πάνω στο βουνό, απάντησε «σε φύλαξε ο Θεός» και φάνηκε σαν να μην έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός, αρκεί που τα ζώα δεν έπαθαν τίποτα !!!
Αφού ο παππούς έμεινε ικανοποιημένος γιατί τα ζα δεν έπαθαν τίποτα, μαζέψαμε τα γίδια, χωρίσαμε τα στέρφα από τα γαλάρια, Επήρα εγώ τα στέρφα και σαλαγώντας τα οδήγησα στον Λινό του Στέφανη και τα έκλεισα μέσα. Όταν επέστρεψα ο παππούς είχε τακτοποιήσει τα γαλάρια και τον βοήθησα να βάλουμε τα μικρά κατσίκια στον Τσάρκο.
Είχε βραδιάσει, έπρεπε να φύγω πριν σουρουπώσει, γιατί είχα αρκετό δρόμο να κάνω. Το ίδιο και ο παππούς έπρεπε να φύγει για την Ζάτουνα. Αφού ρίξαμε μια τελευταία ματιά και όλα ήταν εντάξει πήραμε ο παππούς το μουλάρι και ξεκίνησε για την Ζάτουνα, που θα έφθανε μετά δύο ώρες περίπου. Το ίδιο έκανε και εγώ έφυγα για το χωριό με τα άλογα. Με την υπόδειξη του παππού μου επήρα το δρόμο από Λάκες, γεφύρι Μονόπορης χωριό, γιατί εκτός του ότι ήταν πιο σύντομος, ήταν και το κλίμα πιο ήπιο και δεν θα πάγωνα, όπως θα ήμουν επάνω στο άλογο.
Στο δρόμο της επιστροφής αναλογίστηκα αυτά που συνέβησαν και επήρα την απόφαση να μην ξαναπατήσω στις Λίπες και τα στανοτόπια του παππού μου, αλλά η απόφαση δεν τηρήθηκε, γιατί μετά από λίγες ημέρες πάλι εκεί ήμουν.
Μετά από διαδρομή μιας ώρας περίπου, κουρασμένος και ταλαιπωρημένος, αλλά στεγνός, γιατί τα βρεγμένα ρούχα μου είχαν στεγνώσει επάνω μου και τίποτα δεν έδειχνε τα όσα πέρασα την ημέρα εκείνη, πέρα από την κούραση που ήταν εμφανής στο πρόσωπό μου. Πεινούσα σαν λύκος και η μάνα μου έσπευσε αμέσως να μου βάλλει φαγητό, το οποίο καταβρόχθισα με μεγάλη βουλιμία και ζήτησα και συμπλήρωμα.
Βλέποντάς με ιδιαίτερα κουρασμένο και βαριεστημένο, κάτι φαίνεται κατάλαβε και με ρώτησε » τι έγινε σήμερα, έβρεξε στις Λίπες»; Τις απάντησα ότι «όχι μόνον έβρεξε αλλά χάλασε ο τόπος μάνα, από αστραπές και μπουμπουνητά» και αμέσως σταμάτησα.
Δεν ανέφερα τίποτα γι’ αυτά που συνέβησαν επάνω στο βουνό και ούτε το συζήτησα με κανέναν, φοβούμενος τις κρίσεις και επικρίσεις και τα πιθανά σχόλια του τύπου ό,τι είμαι απρόσεκτος, αψηφώ τον κίνδυνο, όταν βλέπω αστραπές και κακοκαιρία να αποφεύγω τα ψηλά μέρη με δένδρα και άλλα τέτοια. Επίσης φοβήθηκα ότι αν έλεγα τη συνέβη εκεί επάνω στο βουνό, θα μου έβαζαν κανόνες και περιορισμούς και δεν θα μπορούσα να τρέχω ξένοιαστος στα βουνά και τα λαγκάδια.
Κηφισιά Ιούλιος 2004