Φορούσε μια φόρμα εργασίας που ήταν από πάνω ως κάτω λερωμένη από χρώματα. Το πρόσωπό του ήταν μαυρισμένο από τον καυτό ήλιο και τα μάτια του σχεδόν κλειστά. Κάποια σημεία των μαλλιών ήταν άσπρα. Όχι λόγω ηλικίας αλλά από τον ασβέστη και τη σκόνη. Ο νεαρός χτίστης σταμάτησε για λίγο την δουλειά κάτω από τον πύρινο ήλιο του Αυγούστου. Κατέβηκε από την σκαλωσιά, πήγε σ’ έναν πλατύ ίσκιο και κάθισε σ ένα πεζούλι. Ύστερα κοίταξε ψηλά στην ταράτσα του διπλανού σπιτιού.
Τα λευκά σεντόνια που ήταν απλωμένα σε εκείνη την ταράτσα, ήταν αυτά που δημιουργούσαν τον δροσερό ίσκιο.
Πίσω απ αυτά σφυροκοπούσε ο ήλιος και όλα μαζί έμοιαζαν σαν φωτισμένες οθόνες κινηματογράφου.
Καθάρισε το πρόσωπο του με το μανίκι και γύρισε καλύτερα το σώμα του για να βλέπει. Η ζέστη του στέγνωνε την ανάσα. Ο ήλιος έκαιγε ό,τι υπήρχε μπροστά του και το γιαπί έμοιαζε με λευκή κόλαση.
Ξεκούμπωσε τις τιράντες του κι έψαξε στην μεγάλη τσέπη στο στήθος του τα τσιγάρα. Ύστερα ξανακοιτάξε ψηλά. Παρατήρησε πόσο προσεκτικά ήταν απλωμένα και πόσο ίδια ήταν όλα αυτά τα ολόλευκα σεντόνια μεταξύ τους.
Τα κρεβάτια του σπιτιού πόσο ίδια θα ήταν κι αυτά, σκέφτηκε, και οι άνθρωποι που ξαπλώνουν σ’ αυτά, άνθρωποι άγνωστοι, χωρίς την ανάγκη να συστηθούν, σαν να μην έχουν ούτε όνομα ούτε επώνυμο, άνθρωποι που απλά μπαίνουν, κάνουν τη δουλειά τους, κι ύστερα από λίγο βγαίνουν.
Ο νεαρός χτίστης ήξερε ότι το σπίτι λειτουργούσε ως οίκος ανοχής. Μπορούσε να φανταστεί τα ηλιοκαμμένα σώματα των ψαράδων που σύχναζαν εκεί να είναι ξαπλωμένα σ’ αυτά τα σεντόνια και το πλούσιο λευκό ερωτικό σώμα της γυναίκας που δουλεύει εκεί να χάνεται μαζί μ’ αυτά τα σώματα στο λευκό χρώμα του σεντονιού.
Έκανε να ανάψει τσιγάρο. Ένα αεράκι πέρασε και του ‘σβησε το σπίρτο. Την ίδια στιγμή έκανε ένα σεντόνι της ταράτσας να διπλώσει και να φανεί μια πόρτα πίσω του. Ήταν η πόρτα που οδηγούσε στην ταράτσα. Πάνω στην πόρτα αποτυπωμένη, σε όλη την επιφάνεια, η Μarylin Monroe.
Έβγαλε κι άλλο σπίρτο. Άναψε το τσιγάρο. Μετά από μερικές βαθιές τζούρες ένα ταξί ακούστηκε να σταματά στην είσοδο του σπιτιού.
Η πόρτα του ταξί άνοιξε. Το πόδι μιας γυναίκας ακούμπησε την άσφαλτο. Η γεμάτη γάμπα της και το έντονα βαμμένο της πρόσωπο φάνηκαν αμέσως. Ύστερα μπήκε στο στενό δρομάκι και περπάτησε ως τη σιδερένια πόρτα του σπιτιού. Σαν ένας γιγάντιος διαβήτης έμοιαζε το σώμα της με τα δυνατά πόδια της και το περπάτημα στα κοφτερά τακούνια της.
Ξεκλείδωσε και άρχισε να ανεβαίνει την ξύλινη εσωτερική σκάλα του σπιτιού με τα σεντόνια. Μετά από μερικά λεπτά βγήκε στην ταράτσα. Μάζεψε τα σεντόνια ένα- ένα ενώ παράλληλα κοιτούσε τον νέο που πάνω του ταξίδευε η σκιά των σεντονιών μέχρι που έφυγε.
Ο καυτερός ήλιος θάμπωσε τότε τα γυμνά ματιά του νεαρού χτίστη. Η ολιγόλεπτη ξεκούραση έφτασε στο τέλος της. Την επόμενη στιγμή άναψε και η κόκκινη λάμπα που κρεμόταν στην είσοδο του σπιτιού με τα σεντόνια. Η δουλειά της μόλις ξεκίνησε. Η δουλειά του θα συνεχιζόταν.