Κορωπί, 199κατι. Έχω πάει σε μια συναυλία του Νιόνιου και έχω μαζί μου την τετράχρονη κόρη μου, και την προσδοκία όχι μόνο να καθίσει ήσυχη δίπλα μου και να δούμε μαζί τη συναυλία, αλλά να της αρέσει κιόλας. Έχουμε καθίσει ακριβώς μπροστά στη σκηνή, τρία μέτρα από το Σαββόπουλο.
Καθώς αρχίζει η συναυλία, εκείνη, δυνατά, αρχίζει τη γκρίνια, σηκώνεται όρθια, και μου λέει δυνατά πως βαρέθηκε και θέλει να φύγουμε.
–Σουτ παιδάκι μου, κάθισε κάτω τώρα, της λέω με δυνατό, θυμωμένο ψίθυρο.
Εκείνη όμως δεν καθόταν, και την τράβηξα από το χέρι.
Ντράπηκα τόσο πολύ, και ειδικά όταν έπιασα τη ματιά του Νιόνιου επάνω μας. Θα λέει μέσα του, «Τι μάνα είναι αυτή που δεν μπορεί να κάνει το παιδί της να φέρεται σωστά; Τι κακομαθημένο κοριτσάκι!» σκέφτηκα. Μαζί με την ντροπή, πάντα απελευθερώνονται από το υπόγειο τα άγρια σκυλιά της οργής, όπως έλεγε και ο J. Bradshaw.
Όσο η κόρη μου δεν καθόταν κάτω και μιλούσε δυνατά εγώ έγινα λοιπόν έξαλλη. Έξαλλη. Ήθελα να ανοίξει η γη να μας καταπιεί.
Και τι έκανα; Για δεύτερη φορά στη ζωή της, την τράβηξα βίαια δίπλα μου, και τη χτύπησα στα πόδια.
Και τότε ντράπηκα ακόμα περισσότερο. Έγινα η μάνα που ποτέ δεν θα ήθελα να γίνω. Μπροστά σε κοινό.
Πέρασα πολλά χρόνια της ζωής μου να ντρέπομαι και για κάποιο άλλο μέλος της οικογένειάς μου. Δεν ήθελα να μιλώ για το άτομο αυτό, και δεν ήθελα να το γνωρίζουν φίλοι μου, επειδή με έκανε να ντρέπομαι που είναι συγγενής μου, με έκανε να ντρέπομαι η συμπεριφορά του, οπότε συνεχώς η σχέση μας ήταν συγκρουσιακή, και συχνά ωρυόμουν και φώναζα, να αλλάξει, να μην είναι έτσι, να μη με κάνει ρεζίλι.
Πολλές φορές στην συμπεριφορά και στα ελαττώματα των συγγενών μας, της μάνας, της αδερφής, του αδερφού, του πατέρα, βλέπουμε την ίδια μας τη σκιά κι αυτό μας ταράζει και μας φοβίζει πολύ βαθιά.
Βλέπουμε πράγματα του εαυτού μας για τα οποία ντρεπόμαστε και δεν αποδεχόμαστε. Βλέπουμε τα ελαττώματά μας που θέλουμε να κρατάμε κρυφά, να φανερώνονται ώστε να τα δουν όλοι. Βλέπουμε τις αποσκευές τους, τα βάρη τους και θυμώνουμε επειδή μας θυμίζουν τις δικές μας αποσκευές και τα δικά μας βάρη. Και οργιζόμαστε, επειδή είναι πολύ κοντά μας, είναι το μέρος προέλευσής μας, είναι η κατασκευάστρια εταιρία.
Η μάνα, ειδικά στο τέλος στα 89 της, που χάθηκαν όλα τα φίλτρα και εμφανίστηκαν όλες οι γνώμες και τα ελαττώματά της, όλη η αυταρχικότητά της, όλη η αλαζονεία της, όλος ο αυτοθαυμασμός της, όλη της η ναρκισσιστική ανάγκη, όλη της η ανάγκη για να είναι το κέντρο του ενδιαφέροντος περιαυτολογώντας συνεχώς και απαξιώνοντας όποιον τόλμαγε να εκφέρει διαφορετική άποψη, ειδικά εκείνη, με έκανε έξαλλη. Ντρεπόμουν όταν ήμουν μπροστά και ήταν και άλλοι γύρω. Δεν της έβαζα τις φωνές, επειδή στην οικογένειά μας ποτέ δεν φώναξε κανείς σε κανένα. Ο θυμός μου γινόταν αποστροφή και κατέβαζα τα μούτρα και γινόμουν μαζί της σκληρή και παγωμένη.
Η ντροπή, ήταν κάτι που πάλεψα με νύχια και με δόντια να λύσω, να θεραπεύσω για να ελευθερωθώ. Ήταν ο δικός μου δαίμονας. Και χρειάστηκε να την καθαρίσω για τον εαυτό μου, με αποδοχή, αλλά και να μην ντρέπομαι για το σπίτι μου, ώστε να θέλω να είναι πάντα έτοιμο για φωτογράφιση σε περιοδικό. Να μην ντρέπομαι και για τους δικούς μου. Ποτέ. Γιατί οι άλλοι, που δεν ντρέπονται για αυτούς, τους βλέπουν πάντα με περισσότερη αγάπη και αποδοχή από όση μπορούμε εμείς να έχουμε, καθώς μας εμποδίζει η ντροπή.
Πράγματα που έλεγε η μάνα μου κι εγώ ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί, άλλοι τα έβρισκαν χαριτωμένα και ευφυή. Έχει συμβεί αυτό τόσες φορές, που τελικά, άρχισα να το συνειδητοποιώ. Και να εμπιστεύομαι τις ανθρώπινες σχέσεις. Η μάνα για την οποία ντρεπόμουν εγώ, έτσι για την κατάντια της, όπως εγώ νόμιζα, ήταν η ίδια μάνα για την οποία όλοι μου έλεγαν πόσο αστεία, σοφή είναι και πόσο κοφτερή γλώσσα είχε. Πώς τα είχε τετρακόσια παρά τα 89 της χρόνια. Και για τις ατέλειωτες ιστορίες που διηγούταν μην αφήνοντας κανέναν άλλο να μιλήσει, πράγμα για το οποίο ντρεπόμουν εγώ, άλλοι έλεγαν τι τυχερή που είμαι να έχω τέτοια φοβερή μάνα.
Ευτυχώς που υπήρχαν οι «άλλοι». Γιατί εγώ δεν κατάφερα να λύσω την αντιπάθεια και το θυμό που έτρεφα για εκείνη και στάθηκα ευγενική μέν, αλλά συναισθηματικά σκληρή κι απόμακρη απέναντί της, σχεδόν μέχρι και 15 μέρες πριν πεθάνει. Ποτέ δεν της έδωσα την αναγνώριση και το θαυμασμό που αποζητούσε. Πέθανε ακριβώς πριν από εφτά χρόνια και δύο μέρες.
Και επειδή η σχέση μας ήταν έτσι δύσκολη, όταν έφυγε πιά, ζορίστηκα πολύ περισσότερο από ότι όταν πέθανε ο πολυαγαπημένος μου πατέρας που ήξερα πως αγαπηθήκαμε. Εκεί έκλαψα πολύ περισσότερο, αλλά μέσα μου ήμουν ήσυχη, επειδή είχαμε αγαπηθεί και δεν υπήρχαν άλυτες διαφορές ανάμεσά μας.
Από το θάνατό της και μετά, μπόρεσα να τη χωρέσω μέσα μου, οπότε και να τη συγχωρήσω, να μετακινηθώ από το παιδικό πείσμα μέσα μου που της κράταγε μούτρα και δεν μου επέτρεπε να τη δω πραγματικά, παρά μόνο μέσα από το παιδικό τραύμα και το θυμό μου. Μάνα, σε ευχαριστώ για το δώρο της ζωής, και όλα τα δώρα που μου χάρισες, που μπόρεσα να τα συνειδητοποιήσω μόνο μέσα από την αποδοχή και τη συγχώρεση. Ίσως συναντηθούμε ξανά σε επόμενη ζωή, και ίσως η σχέση μας να είναι καλύτερη από αυτή που είχαμε σαν μάνα και κόρη σε τούτη τη ζωή.