«Αντί πινακίου κολοκυθόσουπας»

-γράφει -ζεστά και γευστικά- η Ελίνα Παπαδοπούλου

soupΕιδικά αν περιέχει τριμμένο τζίντζερ, κάρυ, κουρκουμά, κρόκο και μια κουταλιά γιαούρτι.
Ευτυχώς η αδερφή δεν έχει υπάρξει αδίστακτη ακόμα.
Υπολογίζοντας πως μπορεί εύκολα να λυγίσεις όταν αντικρίσεις μιαν αχνιστή θεραπευτική κοτόσουπα, κατά περίπτωση αυγοκομμένη αν προέρχεται από κότα αλανιάρα.
Ή κρεατόσουπα μοσχαρίσια, ανάμνηση παιδική, με όλα τα γράμματα του αλφαβήτου να παλεύουν να μην πνιγούν εντός της.
Ομοίως χορτόσουπα παραδοσιακή αλλά και βελουτέ περασμένη από τον μύλο, μαμαδίσια φακή ξυδάτη, φοιτητική ρεβυθόσουπα, φασολάδα άσπρη πελοποννησιακή ή κόκκινη ρεβιζιονιστική πλην όμως μερακλίδικη, ειδικά αφού έχεις πάρει τον οδοντωτό κι έχεις κατεβεί Ζαχλωρού και πείνασες κομμάτι.
Άσπρη σούπα τραχανά ξινό, ενίοτε με λίγο έξτρα γάλα και φέτα για όποιον αντέχει στα σκληρά μα και κοκκινιστή από γλυκό σταρένιο του είδους, με παξιμάδι και λουκάνικο τούρμπο και ν’αγναντεύει το μάτι σου τη λίμνη του Πλαστήρα.
Σούπα γίδα βαρβάτη, σαν εκείνη την αξέχαστη ένα μεσημέρι στην Ανδρίτσαινα, στο μαγαζάκι δυό γλυκύτατων παππούδων, πάνε χρόνια τώρα, πάνε κι οι παππούδες.
Νηστίσιμη ταχινόσουπα δυναμωτική, αλάδωτη ντοματόσουπα την Μ. Παρασκευή, την πιο όμορφη μέρα του χρόνου, ελαφριά, όσο γίνεται, υδαρή σούπα από αρνί, μετά την Ανάσταση, που σού ’φτιαξε η γιαγιά σου γιατί δεν τρως τη μαγειρίτσα, κακώς κάκιστα! Κι ας παιδευόταν όλο το πρωΐ και γύρναγε τα έντερα τα μέσα έξω.
Πατσά ψιλοκομμένο με μπόλικο μπούκοβο, χαράματα, πιωμένη, τότε που ακόμα δεν θύμιζες φάντασμα στους άδειους διαδρόμους της κεντρικής αγοράς, ν’αναπολείς εποχές δόξας φευγάτες.
Αλλά και πάλι, γιατί όχι, προτιμάς αυτόν που έφαγες στη Ζάκυνθο, με διάφανη σάλτσα ντομάτας, πιο αεράτος, πιο εκλεπτυσμένος μοιάζει.
Καλοκαίρι στη Μήλο, να σκάει ο τζίτζικας, κακαβιά στο καΐκι, απ’τα χέρια του καπετάνιου, σερβιρισμένη σε κουβά.
Κι έπειτα όλες εκείνες που γνώρισες στις πόλεις του κόσμου.

Ένα κρύο γκασπάτσο στη Μαδρίτη, γελάστηκες πως θα μπορούσες να κλέψεις το μυστικό απ’τον μάγειρα- τα ισπανικά του έτρεχαν με κοσμικές ταχύτητες, ένα ζεστό γκούλας στην Πράγα-αντί για πιάτο ένα αδειασμένο από την ψίχα του καρβέλι, μια ρουμπινένια μετασοσιαλιστική παντζαρόσουπα στη Μόσχα, μια φίνα μινεστρόνε στη Ρώμη, κρεμμυδόσουπα με κρούστα τυριού, αλμυρή μανιταρόσουπα ή σπαραγγόσουπα με κρέμα γάλακτος, σαν άλλος Μαιγκρέ να κοπανάς τα ποτηράκια απ’το πρωί στο Παρίσι. Αλλά κυρίως η ανυπέρβλητη σούπα του κουσκούς, με τρία είδη κρέατος – κοτόπουλο, μοσχάρι, αρνί – και ξέχωρα τα λαχανικά, στον τοίχο του νεκροταφείου πλάι, μια βραδιά στο Μονπαρνάς να ξετυλίγεται η επική, μεγαλειώδης, αριστουργηματική αραβική κουζίνα της πόλης.
Ψαρόσουπα με ολόκληρα κομμάτια μπακαλιάρου, στο καπηλειό το λιμανίσιο στο Ρέικιαβικ, μαζί με λιγοστούς τουρίστες και καμπόσους ψαράδες, να μιλούν και να σ’αρέσει, την όμορφη άγρια γλώσσα τους.
Πέρα από κάθε προσμονή εξαιρετική τσουκνιδόσουπα, να γλύφεις τα μουστάκια σου, αν έχεις, σε κομψό εστιατόριο στη Φρανκφούρτη, και τέλος σούπα με αιμάτινα κνέντελ συκωτιού, για πολύ γενναίους, πολύ βόρειους, πολύ ξανθούς, σε μοναστήρι στη Βαυαρία – εδώ μάλλον θα τα σώσεις τα πρωτοτόκια.
Α, και μην ξεχνιόμαστε, sweet and sour κινεζική, μα και wonton, όπου σταθείς κι όπου βρεθείς.

Εν κατακλείδι:
Αδέρφια μην υποτιμάτε τις σούπες.
Διόλου μην τις περιφρονείτε ως η συμπαθής Μαφάλντα.
Ζεσταίνουν τις καρδιές, αραιώνουν τρυφερά τις λύπες, πνίγουν τους πόνους, διαλύουν τα άγχη, ορμητικά παρασύρουν την Ιστορία των λαών.

 

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.