«Το δέντρο»

Κάθε χρόνο έρχονταν στο χωριό, ποτέ δεν θυμάται το δέντρο αυτό να είχε κάτι το ξεχωριστό. -γράφει η Σταυρούλα Αντζουλάκου

tree1.jpeg– Παππού, το δέντρο έχει άνθρωπο!, είπε ο μικρός
– Ήταν άνθρωπος, όντως απάντησε σοβαρά ο γέρος.
– Και πού πήγε τώρα;
– Η ψυχή του πέταξε κι έμεινε το άδειο σκεύος
– Πετάνε οι ψυχές παππού;
– Πάντα πετάνε

Κι ευθύς άρχισε να λέει μια ιστορία, ότι ο άνθρωπος ήταν κάποτε κανονικός, όπως όλοι μας, μετά όμως έπαθε μια παράξενη αρρώστια κι άρχισε να βγάζει ρίζες. Έπειτα το σώμα του καλύφθηκε με φολίδες, σαν γερασμένη φλούδα δέντρου, ύστερα τα μπράτσα του έγιναν κλαδιά, κι έτσι κρύφθηκε από όλους τους άλλους ανθρώπους και σταδιακά έγινε δέντρο.

– Ύστερα όμως πέθανε, κατέληξε. Κι έτσι πέταξε η ψυχή κι έμεινε ξερός ο άδειος κορμός.

«Παππού λες παλαβομάρες», σκέφθηκε ο μεγάλος. Όπου μεγάλος, δώδεκα ετών, όπου μικρός, πέντε.

Ο μικρός άκουγε με ανοιχτό το στόμα. Δεν αμφισβητούσε. Ο μεγάλος όμως είχε σοβαρές αμφιβολίες. Κάθε χρόνο έρχονταν στο χωριό, ποτέ δεν θυμάται το δέντρο αυτό να είχε κάτι το ξεχωριστό. Ούτε και το είχε προσέξει ποτέ. Αν δεν φώναζε ο μικρός, δεν θα του είχε ρίξει δεύτερη ματιά. Τώρα όμως, ιδωμένο από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία, όντως ο κορμός του έμοιαζε λίγο με ανθρώπινο σώμα. Αν όμως πήγαινες ένα βήμα πιο ‘κει, δεν φαινόταν έτσι.

Το «σώμα» ήταν ακέφαλο Προφανώς μετά τον κορμό άρχιζαν κανονικά τα κλαδιά, αλλά αυτουνού τα είχαν κόψει και μετά το δέντρο ξεράθηκε. Ή μπορεί να είχε ξεραθεί πριν του τα κόψουν, αδιευκρίνιστο.

Ο μικρός ήταν ενθουσιασμένος με την ανακάλυψη, έλαμπαν τα ματάκια του. Ο μεγάλος λοξοκοιτούσε τον παππού, περίμενε ένα βλέμμα συνωμοτικό, ένα κλείσιμο του ματιού, τύπου «μικρός είναι, ας τον δουλέψουμε λιγάκι» ή έστω μία σύσπαση των χειλιών ή ένα τρέμολο του μουστακιού του. Τίποτα όμως. Ο γέρος ήταν ασυνήθιστα σοβαρός, αγέλαστος. Η εξωφρενική του ιστορία θα μπορούσε να ήταν ένα σουρεαλιστικό αστείο, ο παππούς έκανε τέτοια αστεία πότε-πότε. Αλλά πάντα έσκαγε μετά στα γέλια, ή έστω χαμογελούσε πλατιά. Τώρα όμως;

Στον δρόμο της επιστροφής για το σπίτι ο μικρός όλο για τον άνθρωπο-δέντρο μιλούσε. Ο παππούς ήταν ασυνήθιστα σιωπηλός κι όταν έφθασαν, στο τραπέζι προφασίστηκε κούραση και δεν κάθισε να φάνε παρέα.

Το επόμενο καλοκαίρι ο παππούς δεν ζούσε πια. Είχε πετάξει η ψυχή του. Όσο για το δέντρο, πιθανόν να έγινε καυσόξυλα. Ούτε αυτό υπήρχε πια. Ο μικρός έβαλε τα κλάματα. Όλοι είπαν ευτυχώς που δεν είχαν καλέσει τα παιδιά στην κηδεία.

Ο μεγάλος ένιωθε μια μελαγχολία, χρόνια μετά, για το δέντρο, που ο μικρός είχε -εν τω μεταξύ- ξεχάσει.
Δεν ξαναπήγαν στο χωριό.


© Σταυρούλα Αντζουλάκου,
31 Δεκεμβρίου 2019

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.