«Ίσως ήταν από την κούραση και το παραλήρημα του πυρετού, αλλά έξαφνα είδα πως βρέθηκα μπροστά σε ένα κάστρο.»- της Μαρίας Λυδίας Κυριακίδου
Περπατούσα για πολλές μέρες και το σώμα μου είχε αρχίσει να παραδίνεται. Αγκαθωτά σπασμένα κλαδιά αγριοδαμασκηνιάς είχαν ήδη εισχωρήσει επιθετικά μέσα στο παντελόνι μου και ο δρόμος μέσα από το δάσος άρχισε να μοιάζει με λαβύρινθο δέντρων βελανιδιάς, κοφτερών θάμνων και αγριόχορτων.
Όλες οι κατευθύνσεις έμοιαζαν πια ίδιες. Ίσως ήταν από την κούραση και το παραλήρημα του πυρετού, αλλά έξαφνα είδα πως βρέθηκα μπροστά σε ένα κάστρο.
Περπάτησα τη φαρδιά γέφυρα με απελπισμένη χαρά και άνοιξα με τα χέρια την ακανθώδη είσοδο ,που οδηγούσε στην κεντρική του πύλη και που έμοιαζε για χρόνια αδιάβατη. Όταν έφτασε το χέρι μου στο μεγάλο πόμολο, ένας αργόσυρτος ψίθυρος χάιδεψε το δεξί μου αυτί με τρόπο ,που ανατρίχιασα σύγκορμος.
Είπε : Ζήσε ή Μείνε.