– στη Μαρία Λυδία Κυριακίδου
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
(μέρος β᾽)
• Θα ανακαλέσω το φοβερό ποίημά σας «Η χώρα μου δεν είναι πια η χώρα των ποιητών» για την επόμενη ερώτηση. Λήγει με το δίστιχο:
«Η χώρα μου δεν είναι πια
η χώρα κ α ν ε ν ό ς.»
Αναρωτιέμαι το εξής, διαβάζοντας όλο και περισσότερο την ιστορία του τόπου μας. Ήταν άραγε ποτέ χώρα κάποιου, η χώρα μας;
Νάνος Βαλαωρίτης:Αυτό το ποίημα το έχω γράψει τη δεκαετία του ᾽60, όταν άρχισα να εκδίδω το περιοδικό μου «Πάλι» και πράγματι η εποχή ήταν πολύ αρνητική, διότι καταρχήν είχε διαλυθεί η πρώτη ομάδα των ποιητών του ’30.
Ήθελα, λοιπόν, να εκδώσω ένα περιοδικό που θα συνέχιζε την κληρονομιά των «Νέων Γραμμάτων» και του Τετράδιου (το οποίο εξέδιδε ο Ξύδης κατά τη δεκαετία του ’40) και περί αυτού έγινε «μεγάλη ιστορία». Δε συνέφερε σε κανέναν.

Οι φίλοι μου εκείνη την εποχή, όλοι συνομήλικοί μου που σύχναζαν στο Μπραζίλιαν, όπως η Μαντώ Αραβαντινού, ο Άλεξ Σχινάς, ο Γιώργος Μακρής, φοβόντουσαν μη γελοιοποιηθούμε. Στο μεταξύ ο Ελύτης δε συμφωνούσε σε τίποτα, ήθελε να διατηρεί κι ο ίδιος τη διεύθυνση ..και έτσι δε συμφωνήσαμε. Έπειτα, οι διάδοχοι, ήταν άνθρωποι του Σαββίδη και του Αργυρίου, οι οποίοι ήταν αρκετά εχθρικοί απέναντι μου.
Βέβαια, όλα αυτά, τα έχω καταθέσει και εξηγήσει στο βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτης κι έχει τον τίτλο«Μοντερνισμός, Πρωτοπορία και Πάλι», το οποίο και βραβεύθηκε και σε αυτό βρίσκονται κι όλα τα γράμματα των ποιητών. Όμως, παρ’ όλο που όλα αυτά είναι γραμμένα στο βιβλίο μου, παρ᾽όλο που τα έχω καταγράψει ,είναι άγνωστα (γελάει).
Στην Ελλάδα, τα περισσότερα πράγματα που αξίζουν είναι άγνωστα και η ιστορία διαστρεβλώνεται. Υπάρχει ζηλοτυπία, φθόνος και μνησικακία. Γι ᾽αυτόν τον λόγο οι δυσκολίες που βρήκα τότε ήταν απίθανες και από τους φίλους μου και από τους «αντιπάλους »μου, ας πούμε, εννοώντας τους εκπροσώπους της άλλης ποιητικής τάσης..
Γενικώς, εκείνη την εποχή υπήρχε μια ατμόσφαιρα φόβου. Η χώρα έβγαινε από τον Εμφύλιο και οι άνθρωποι φοβόντουσαν ακόμη και να μιλήσουν.
Την ίδια εποχή που κυκλοφόρησα το «Πάλι»(1963), κυκλοφορησαν άλλα δύο περιοδικά: οι «Νέες Εποχές» με τον Γεώργιου. Π. Σαββίδη και τους συντηρητικούς ας πούμε, τους πιο αναγνωρισμένους μοντερνιστές (όπως τον Σεφέρη που ήταν από πίσω) και επίσης κυκλοφόρησε το περιοδικό των Κομμουνιστών «Επιθεώρηση Τέχνης».
Λοιπόν αυτά τα τρία περιοδικά αγνοούσαν επιδεικτικά το ένα το άλλο: οι Κομμουνιστές δε μιλούσαν ποτέ για μας, εμείς ποτέ γι αυτούς, οι «Νέες Εποχές» ποτέ για μας και εμείς ποτέ γι αυτούς.. (γελάει)
Κι όταν εγώ βρήκα μια παρέα νέων, εδώ τυχαία στο Κολωνάκι, ήταν εξαιτίας του Γιώργου Μακρή, ο οποίος μου τους σύστησε και που ο ίδιος είχε γνωρίσει νεότερους: τον Δημήτρη Πουλικάκο, τον Τάσο Δενέγρη και τον Νίκο Στάγκο. Τους ρώτησα αν γράφουν κι όταν μου έδειξαν τα έργα τους, διαπίστωσα πως ήταν όλων τα έργα σουρεαλίζοντα. Για παράδειγμα, ειδικότερα ο Στάγκος εμφάνιζε μια τάση προς την πρωτοπορία του Θεάτρου του Παραλόγου, όπως του Ιονέσκο, του Μπέκετ κλπ. Κι οι άλλοι όλοι είχαν επιρρόες από τον υπερρεαλισμό.
Όταν τους πρότεινα την ίδρυση ενός περιοδικού, δέχτηκαν όλοι αμέσως και έσπευσαν να βρουν συνδρομητές. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος με βοήθησε χρηματικά, έβαλα κι εγώ ο ίδιος χρήματα, βρήκα τυπογράφο κι έτσι ξεκινήσαμε το 1963…δύσκολα χρόνια…
Λοιπόν, έχω γράψει δύο ποιήματα, τα οποία δε δημοσιεύτηκαν σε μεγάλο περιοδικό, αλλά σε αυτό που κυκλοφορούσε ο Λεωνίδας Χρηστάκης. Το ένα λέγεται «Η Χώρα μου δεν είναι πια η χώρα των ποιητών» , το άλλο λέγεται « η Ελλάδα ποτέ δε πεθαίνει» που είχε ένα σατυρικό περιεχομένο: «Η Ελλάδα ποτέ δε πεθαίνει, αλλά πάντοτε χωλαίνει..» κι υπάρχει κι ένα τρίτο ποίημα που λεγόταν «Ο ξειν, Λακεδαιμονίοις, ότι τήδε κείμεθα στο Μπραζίλιαν..» (γελάει)
• Στο ποίημά σας «Πώς να μη γράφετε ένα ποίημα», κατά κάποιο τρόπο εκφράζετε την επιθυμητή ολικότητα ουσίας που οφείλει ένα ποίημα να επιδιώκει πριν γιορτάσει τη γέννησή του. Αλήθεια, συμμερίζεστε την άποψη πως, κατά μία έννοια, η ενηλικίωση ενός ποιήματος δεν λαμβάνει χώρα ποτέ; Έχετε βασανιστεί στην ιδέα επιστροφής σε παλιότερες ρίμες σας;
Νάνος Βαλαωρίτης: Όχι. Δε μπορεί να γυρίσει κανείς πίσω εύκολα. Αυτοί που γυρίζουν πίσω είναι συνήθως αυτοί που έχουν μάθει απ᾽έξω να λένε κάποια πράγματα, είναι συνήθως οι μέθυσοι. Λοιπόν αυτοί έχουν αποστηθίσει πολλά ποιήματα παλαιότερων ποιητων κι είναι αυτοί που έχουν γεννήσει αυτήν την κίνηση, η οποία επιστρέφει σε έναν, ας πούμε, παλιότερο δημοτικισμό ή δημιουργεί έναν λίγο ψυχρό μοντερνισμό. Όπως ένας ποιητής που διάβασα, που γράφει πολύ κλασικά (σονέτα κλπ) κι ο οποίος έχει μια ικανότητα να γράφει, αλλά είναι ψυχρός. Δεν έχει μέσα του φωτιά.

Για το εξώφυλλο του Pan Daimonium, που κυκλοφόρησε το 2005
Δε μπορεί βέβαια να καθορίσει κανείς τι είναι ποίηση..αυτό δε καθορίστηκε ποτέ ούτε από την αρχαιότητα, ούτε από τον μεσαίωνα, ούτε από την Αναγέννηση.
Λοιπόν, η ποίηση δε πιάνεται.. είναι όπως ένα πουλί. Απ᾽ την ουρά δε μπορείς να το πιάσεις, θα σου ξεφύγει, διότι κάθε φορά γίνεται κάτι διαφορετικό. Θ᾽αλλάξουν, τα στυλ ο τρόπος παρουσίασης, η εκφορά, τα θέμάτα…
• Όπως και η ζωή…
Νάνος Βαλαωρίτης : Ναι..η ζωή αλλάζει «τόσο – όσο» Ας πούμε ,όπως ο Καβάφης, για τον οποίον στην αρχή όλοι αδιαφορούσαν. Λοιπόν, τι έγινε; Η ιστορία άρχισε να του μοιάζει. Η «Αλεξάνδρεια» ήταν ακριβώς αυτό. Το πολυπολιτισμικό. Ήταν πολύ φυσικό εκεί που ζούσεο Καβάφης ο κόσμος να ᾽ναι ήδη σαν αυτόν που έχουμε σήμερα. Το λέει κι ο ίδιος στα ποιήματά του πως «τράβηξε» αυτά τα στοιχεία.
• Ζούμε σε μια εποχή πολυπολυτισμικότητας όπως λέτε, όμως παρ᾽όλα αυτά βασικά πράγματα για τους Βαλκάνιους λαούς , που ᾽ναι γείτονες μας, δε τα γνωρίζουμε επί της ουσίας..ζούμε σε μια σχετική άγνοια.
Νάνος Βαλαωρίτης: Ναι. Αυτό συμβαίνει γιατί πρώτα πρώτα μας απομονώνει η γλώσσα την οποία δε τη μιλάει κανένας σχεδόν..να σκεφτείς ότι ελάχιστοι γνωρίζουν νέα Ελληνικά.
Να φανταστείς πως από τους σχολιαστές, τους κλασικούς Ομηριστές σχολιαστές, Νέα Ελληνικά γνωρίζουν ένα δύο άνθρωποι. Τα περιφρονούν, λένε πως είναι μια παρακμή των αρχαίων. Δε συμφωνώ με αυτό, διότι οι γλώσσες έχουν μια φυσική εξέλιξη, οι γλωσσολόγοι θα μας πουν πως όλες οι γλώσσες αλλάζουν. Την απλή δημοτική μόνο ο Βαλαωρίτης την εφάρμοσε από τους ρομαντικούς ποιητές, είναι αυτός που χρησιμοποιεί μια γλώσσα του λαού.
Από την άλλη, αυτά που λέει ο Σεφέρης «πως οι καλύτεροι μας ποιητές δε ξέρουν ελληνικά», είναι ανοησίες. Ξέρουν πολύ καλά, αλλά ο καθένας ομιλεί τη δικιά του γλώσσα.. Ο Σολωμός , για παράδειγμα, διάβαζε τις «Χίλιες και μία νύχτες» οι οποίες ήταν μετεφρασμένες σε μια πολύ ωραία γλώσσα, ίδια με αυτή του 18ου αιώνα.
- «Αγαπήστε την αγάπη», θα παροτρύνετε ανάμεσα στους στίχους σας. Γιατί δυσχεραίνει όλο και περισσότερο η απόπειρα των άνθρωπων να διακρίνουν την αγάπη κι έπειτα να την υπερασπιστούν;
Νάνος Βαλαωρίτης: Έχει εξαντληθεί η αγάπη. Το βλέπεις ήδη από το μυθιστόρημα του Σεφέρη πολύ συχνά. Εκφράζονται ήδη εκεί, σχεδόν προ 100 ετών…
Διαβάστε το α’ μέρος της συνέντευξης, εδώ