
Οι μόνοι ήχοι που έφταναν στα αυτιά μας, ήταν του νερού που πάφλαζε πέφτοντας με ορμή, καθώς και μερικών λευκών πουλιών στα δεξιά μας.
Ο ήλιος ήταν ήδη στον δρόμο προς την δύση του.
Μία ριπή ανέμου που θα ‘λεγες πως ήρθε καταπάνω μας μέσα από τις πυκνές συστάδες των δέντρων του Νησιού, μετέφερε μερικές γλυκές σταγόνες στα κουρασμένα πρόσωπά μας.
Και τότε, ο Τζιμ της Κάνναβης διάβασε το γνωστό απόσπασμα ξανά.. κι ενώ είχαμε βαρεθεί να το ακούμε έναν ολόκληρο μήνα σε όλη την διάρκεια του ταξιδιού της αναζήτησης, τώρα, μέσα στην μαγεία του τοπίου, κάθε λέξη έπαιρνε σάρκα και οστά…
«Ανάμεσα από ώμους γιγάντων ρέει το χρυσάφι σε θάλασσα από χαλκό. Και σαν φρουροί, στητοί, οι κορμοί των δένδρων φυλάνε τους καιρούς γύρω από τον ρέοντα ήλιο»…
Γέλασε τρανταχτά από ικανοποίηση και ανακούφιση με το μεγάλο στόμα του, το ζωσμένο από πυκνά μαύρα γένια, κοιτώντας προς τον Χρυσό Καταρράκτη.. Πάντα μας τρόμαζε η τραχιά όψη του.. τώρα όμως νιώθαμε τον ίδιο αρχέγονο ενθουσιασμό με εκείνον…
Σαν να φτάναμε στην γη της Επαγγελίας…