Ξεκίνησε με μια ρωγμή
που δεν ειπώθηκε κι απλώθηκε σιγά σιγά στον τοίχο
αφήνοντας να μπει το λίγο κρύο χωρίς να ανησυχήσουμε.
Χωρίς να βιάζονται
(παίρνοντας το χρόνο που τους αναλογεί)
οι τοίχοι γύρω γέμισαν με ρωγμές
βαθιές και απλωμένες σαν δέντρα γυμνά κι άρχισαν να κλωτσούν
χρώματα, τούβλα και σοβάδες, γεμίζοντας μεγάλα κενά από γκρίζο φως
αφήνοντάς μας μες στη μέση
απροετοίμαστους για το κρύο
που συνειδητοποιήσαμε γύρω μας.
Τι μένει να κάνουμε
για να σώσουμε όποια στέγη
έμεινε από πάνω μας;
Καμία λύση παρά
να αγκαλιαστούμε
έτσι γυμνοί που μείναμε στη μέση
-χωρίς να τρέχουμε να καλύψουμε τις τρύπες
χωρίς να φωνάζουμε για το κρύο που μπαίνει
- κι από τη ζέστη που θα γεννηθεί
από το άστοχο άγγιγμά μας,
από τα σκυφτά κεφάλια μας
να πλάθονται ξανά οι τοίχοι
-κι ας λείπει εδώ το τέλος.