με μανιασμένες επαναλαμβανόμενες κινήσεις.
Το χρώμα κυλάει, μαζί με ένα ακατάληπτο βουητό λεξεων.»
– του Θανάση Κριτσινιώτη

1. (Αυτός).
Σε ένα ξύλινο παγκάκι.
Ένας σωρός απο ρούχα, που κρύβει ενα σώμα.
Ξεπροβάλλει ένα αλλόκοτο κεφάλι γυναίκας.
Μαλλιά που κάποτε ήταν βαμμένα κόκκινα.
Απ’ το σκισμένο φόρεμα της, προβάλλει
μια νερουλιασμένη αχάιδευτη σάρκα.
Βάφει τα χείλη της
με μανιασμένες επαναλαμβανόμενες κινήσεις.
Το χρώμα κυλάει, μαζί με ένα ακατάληπτο βουητό λεξεων.
Μικρά γέλια, σαν σπασμένα γυαλιά
κροταλίζουν στον αέρα…. (1)
•••
2. (Αυτή,πλησιάζει μια μισοσκισμένη αφίσα ενός σταρ)
Ηρθες; Το ήξερα οτι θα έρθεις !
Έλα, αγκαλιασέ με αγάπη μου, άγγελέ μου, δολοφόνε μου!
Τα σπλάχνα μου, ένας σωρός απο κάρβουνα.
Φύγε!
Όχι, μη φύγεις,
είμαι η στάχτη που άφησες πισω σου..
…καθώς έφευγες, φιλούσα τ αχνάρια σου,
κάπνιζα τ’ αποτσίγαρα σου,
να νιώσω λίγο ακομη τη γεύση των χειλιών σου…
•••
3 Ένα βράδυ είδα να πέφτει ένα σκυλί απ τον ουρανό.
Νόμιζα είχε φτερά
ώσπου βούτηξε μπροστά στα πόδια μου.
Απ΄ το στόμα του πετάχτηκε αίμα.
Έτσι πέταξες και συ εμένα.
Για λίγο, ένιωσα ότι πετάω.
Μετά η ψυχή μου γέμισε αίμα…
•••
4. Άρχισα να φυτεύω τριαντάφυλλα
Κόκκινα σαν σφαγμένα συννεφα….
Όταν πέφτει ο ήλιος,
με τυλίγει ο δηλητηριώδης χιτώνας της νύχτας.
Τα φυλλλώματα των δέντρων φουσκώνουν
σαν σκοτεινές κοιλιές παράξενων ζώων.
Τι θα γεννήσουν….(1)