
Αποκοιμήθηκα μόλις βράδιασε και τον ύπνο μου τάραζαν, κατά διαστήματα, η κούραση και ο πόνος ενώ τ’ αυτιά μου πλημμύριζαν από τα μοιρολόγια των γυναικών που κράτησαν μέχρι την αυγή. Η εικόνα της κυριαρχούσε στη μνήμη και το βλέμα της, άδειο και κενό δεν έλεγε να βγει από τη σκέψη μου. Οι ματιές μας διασταυρώθηκαν μόνο μια στιγμή, την ώρα που κοντοστάθηκα στο άνοιγμα της πόρτας, αναποφάσιστος αν θα περνούσα μέσα.
Οι φιγούρες από τις γυναίκες που καθόντουσαν πλάι της έχοντας καλυμένα τα πρόσωπά τους με μαύρα μαντήλια έστελναν τις σκιές τους στον τοίχο δημιουργώντας ακαθόριστους συνδιασμούς που έφταναν να μοιάζουν με παιδικές ζωγραφιές καμωμένες με κάρβουνο. Κανείς δεν σήκωσε τα μάτια να με κοιτάξει. Μόνο εκείνη.
Ένιωσα τη ματιά της περισσότερο κοφτερή κι από οψιδανό μαχαίρι… Δεν καταλάβαινα πού ξεκινούσε ο εφιάλτης και πού σταματούσε το όνειρο. Σε κάθε ανοιγόκλειμα των βλεφάρων η παρουσία της ορθωνόταν εμπρός μου. Κουβέντα δεν είχαμε ανταλλάξει.
Κι όμως η φωνή της βούιζε στ’ αυτιά μου. «Αργησες»… μου φώναζε. «Αργησες…».
Η λάμπα στο νταβάνι άναψε και το φως της έριχνε μόνο σκιές στο πάτωμα. Κι εγώ σμίλευα τη δική της.
(Κυκλοθυμική κι αδύναμη)