– στην Μαρία Λυδία Κυριακίδου
▪ Τι σημαίνει για εσάς λογοτεχνία, ήτοι «τέχνη του λόγου»;
«Να φορτώνομαι τα πάθη, τα όνειρα, τους καημούς, τα βάσανα και τις σκέψεις των ανθρώπων, να προσθέτω το δικό μου όραμα, και, με βασικό όχημα τη γλώσσα, να πορεύομαι στα βάθη της ψυχής και στα κάθε λογής ίχνη που αφήνουμε μέσα στο διάβα του χρόνου, έχοντας πάντοτε στραμμένο το βλέμμα στο σήμερα και στο μέλλον».
▪ Ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο που θυμάστε να σας επηρέασε βαθιά;
«Δεν μπορώ να εντοπίσω κάποιο συγκεκριμένο που να καθόρισε τα βήματά μου. Αν μπορούσα να αποτυπώσω σαν στίγματα σε ένα σεντόνι τα βιβλία που με συνεπήραν, θα σχηματιζόταν μια πολύχρωμη σύνθεση. Από την Αγία Γραφή και τους Ψαλμούς του Δαυίδ, μέχρι τον Πλάτωνα και τον Επίκουρο. Από τον Μπαλζάκ και τον Καραγάτση, έως τον Γκάτσο και την Άιν Ραντ».
▪ Σε μια ερώτηση γενικής κατεύθυνσης, ήθελα να σας ρωτήσω αν οι ήρωες των βιβλίων σας, γεννιούνται εμπνευσμένοι από όσα βιώνετε ο ίδιος, ή από όσα είστε ο ίδιος ή αν επιδιώκουν να κυοφορήσουν «νέους», άγνωστους για σας ανθρώπους.
«Οι ήρωες των βιβλίων μου είναι πλασμένοι με υλικά της εποχής που διαδραματίζεται η εκάστοτε μυθοπλασία. Θα μπορούσε να είναι πρόσωπα τα οποία υπήρξαν κάποτε. Μεταφέρουν την ατμόσφαιρα, τις συνθήκες, τις νοοτροπίες, τις συμπεριφορές, τα ήθη και τόσα άλλα, γνωρίζοντας και σ’ εμένα άγνωστες πτυχές του εσωτερικού και εξωτερικού τους κόσμου. Βεβαίως ένα βιβλίο, σε όποια εποχή και αν αναφέρεται, δεν παύει να είναι η πρόσληψη του κόσμου μέσα από τη ματιά του συγγραφέα. Κατά συνέπεια εστιάζω σε όσα με απασχολούν, ενώ εμφιλοχωρούν με υπόγειες διαδρομές στην αφήγηση ή και στους μυθοπλαστικούς χαρακτήρες τα βιώματά μου. Να διευκρινίσω, ωστόσο, ότι με τον όρο «βίωμα» εννοώ ό,τι έχει υποπέσει στην αντίληψή μου∙ από την ανάγνωση έως τη διήγηση ενός παραμυθιού από τη γιαγιά μου, από το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα των ημερών μου μέχρι το απόσταγμα κάθε είδους τέχνης».
▪ Ήταν δύσκολο πρακτικά να ακολουθήσετε την καριέρα ενός συγγραφέα; Είχατε στήριξη από το οικογενειακό σας περιβάλλον σε αυτή σας την απόφαση; Ποια πρακτικά προβλήματα αντιμετωπίσατε, αν υπήρξαν τέτοια;
«Δεν είχα σκεφτεί σε νεαρή ηλικία να γίνω συγγραφέας. Συνέβη κατά την πορεία της ζωής μου κι όταν πια είχα δημιουργήσει οικογένεια και εργαζόμουν στο Υπουργείο Οικονομικών. Κατά συνέπεια ο χρόνος μου ήταν ασφυκτικά περιορισμένος κι έπρεπε να καταβάλλω υπερπροσπάθεια, δεδομένου ότι ήμουν πάντοτε παρών στη λειτουργία της οικογένειας. Το τίμημα ήταν να πάθω πολλές φορές υπερκόπωση, να πέφτει η πίεση στο 8 και… ας μην τα αποκαλύψω όλα».
▪ Διαβάζοντας το τελευταίο σας βιβλίο, «Γινάτι, ο σοφός της λίμνης», διαπιστώνει κανείς για άλλη μια φορά τις αμέτρητες ώρες σπουδής, συνδυαστικής μελέτης και οργάνωσης πληροφοριών, προκειμένου να είναι δυνατόν να συνεταιριστούν με αρμονία όλα τα στοιχεία (ιστορικά, λαογραφικά, γεωγραφικά, ηθογραφικά και πολιτικά στοιχεία) που αφορούν μια ολόκληρη περιοχή και εποχή της πατρίδας μας, με την επιμέρους ιστορία που πλέκεται στο βιβλίο. Σίγουρα απαιτεί πολύ κόπο μια τέτοια υπόθεση και μας έχετε συνηθίσει σε τέτοιους συγγραφικούς άθλους. Αλήθεια, από πού πηγάζει η βαθύτερη ανάγκη σας να παραδώσετε τέτοιου βαθμού δυσκολίας έργα;
«Είτε το θέλουμε είτε όχι είμαστε κτισμένοι και με ό,τι εναπόθεσε πάνω μας το χτες μέσω της προφορικής διδαχής ή και της μίμησης από γενεά σε γενεά, καθώς και μέσω όλων όσων διαμορφώνουν τη συλλογική μνήμη. Αν θέλουμε να μελετήσουμε τη βαθύτερη ψυχο-γεωγραφία μας, τις νοοτροπίες, τις συμπεριφορές, τον τρόπο σκέψης και τις εν γένει αντιδράσεις μας πρέπει να ανατρέξουμε και να αναλύσουμε την έως τώρα πορεία μας. Εκεί όπου βρίσκονται πλείστες όσες παθογένειες, αλλά και το μέλι των προπατόρων. Να μάθουμε, να οπλιστούμε και να απαγκιστρωθούμε από διάφορα ιστορικά μυθεύματα που δηλητηριάζουν τα τωρινά βήματά μας. Να δεθούμε και πιο ουσιαστικά με το ράμμα της φυλής μας. Αυτή η νοερή μεταφορά στο παρελθόν απαιτεί ακριβή ανάπλαση μιας άλλης εποχής, ώστε να κρίνει κανείς με βάση όσα ίσχυαν τότε κι όχι με τον τρόπο που σκεφτόμαστε σήμερα. Συνάμα, για να ζει παραστατικά ο αναγνώστης όσα διαδραματίζονται και να απολαμβάνει τη μέθεξη της γραφής».
▪ Η ιστορία που εκτυλίσσεται στο βιβλίο, ήταν μια ιστορία που υπήρχε ξέχωρα στο μυαλό σας, ή γεννήθηκε από την ανάγκη σας να διηγηθείτε με έναν τρόπο την τοπική ιστορία μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου στην Ήπειρο;
«Προέκυψε μέσα από μωσαϊκό σκέψεων, συναισθημάτων και προβληματισμών, και, σε ό,τι αφορά την καθαυτό μυθοπλασία, γεννήθηκε κυρίως κατά την πορεία της γραφής. Ήθελα να μιλήσω για την ταυτότητα του Έλληνα, για το καλό και κακό γινάτι, για τις τόσες εκφάνσεις της ψυχής και για το αγρίμι του ανθρώπου όταν βρεθεί στον πόλεμο. Το πολυφυλετικό και πολυπολιτισμικό περιβάλλον των Ιωαννίνων προσφερόταν για να αναπτύξω την αρχική θεματολογία μου. Στη συνέχεια, βεβαίως, επεκτάθηκα και σε άλλα ζητήματα. Όμως πέρα από το πρόσφορο του χώρου και της χρονικής περιόδου, έπαιξε ρόλο η συναισθηματική έλξη που μου ασκεί ο γενέθλιος-ομφάλιος τόπος της Ηπείρου καθώς και η λαλιά που πρωτομίλησα».
▪ Σπούδασα στα Γιάννενα και δε σας κρύβω πως συγκινήθηκα ιδιαιτέρως με αυτό σας το βιβλίο. Λύθηκαν αρκετές απορίες και ζωντάνεψαν μνήμες. Προσωπικά θεωρώ πως αποδώσατε με σεβασμό μια πτυχή της ελληνικής αλλά και βαλκανικής ιστορίας και μάλιστα φωτίσατε σημεία τα οποία θεωρούνται, τρόπο τινά, «σκοτεινά» ακόμη και μέχρι τις μέρες μας. Εσείς, όμως, νιώθετε ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα;
«Εάν δεν ένιωθα ικανοποιημένος δε θα παρέδιδα προς έκδοση το βιβλίο. Αυτό δε σημαίνει ότι αποτυπώθηκε κάθε πτυχή εκείνης της εποχής στο «γινάτι». Το μυθιστόρημα υπακούει στους δικούς του κανόνες και ο συγγραφέας δεν μπορεί να τους παραγνωρίσει. Θα μπορούσαν να γραφούν χιλιάδες βιβλία για την ίδια χρονική περίοδο και την ίδια περιοχή. Ο δικός μου πόλεμος και οι πάμπολλες μάχες της γραφής για το συγκεκριμένο βιβλίο απέφερε αυτό το αποτέλεσμα και χαίρομαι με την υποδοχή που του επιφύλαξαν οι αναγνώστες».
▪ Γράφετε κάτι καινούριο αυτήν την εποχή; Υπάρχει κάποια ιδέα που «οργώνει» το μυαλό σας;
«Αφότου παρέδωσα στον εκδοτικό οίκο τον περασμένο Δεκέμβρη το «γινάτι», ερευνώ για ένα νέο μυθιστόρημα και συγχρόνως σχεδιάζω το πρόπλασμα της μυθοπλασίας του. Όμως είναι πολύ νωρίς να πω περισσότερα. Εάν όλα κυλήσουν με ούριους ανέμους και η συγγραφική πειθαρχία δε με αποστραφεί, θα δει το φως της δημοσιότητας το 2020».
▪ Ο Πέτερ Χάνκε γράφει κάπου: «Αν ένας λαός χάσει τους αφηγητές του, είναι σαν να χάνει την παιδική του ηλικία». Συμμερίζεστε αυτήν την άποψη;
«Κατά την παιδική ηλικία χρωματίζεται η ψυχή του ανθρώπου και μπολιάζεται ποικιλοτρόπως ο χαρακτήρας και η εν γένει οντότητά του από το στενό ή το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Ό,τι κτίζει στη συνέχεια πατά σε μεγάλο βαθμό σ’ εκείνα τα πρώτα χρόνια, είτε τον ευνόησαν είτε τον ευνούχισαν. Θέλω να πω ότι δεν είναι κατ’ ανάγκη καλά τα παιδικά χρόνια. Να λειτούργησαν καταστρεπτικά. Κατ’ επέκταση, δε θεωρώ εύστοχη την ταύτιση της απώλειας των αφηγητών με την απώλεια της παιδικής ηλικίας. Βεβαίως, θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ως παιδική ηλικία ενός λαού την ιστορία του. Μ’ αυτή την έννοια συμφωνώ με την εν λόγω ρήση. Κατ’ εμένα, αν ένας λαός χάσει τους αφηγητές του, δεν έχει τίποτε άξιο να δείξει και βρίσκεται σε πνευματική αποσύνθεση».