– γράφει η Σέβη Σαλαγιάννη
Έχοντας διαβάσει προ καιρού το βιβλίο του Τζόναθαν Κόου «Η λέσχη των τιποτένιων», συνέχισα τη βιβλιο – γνωριμία μου με τον συγγραφέα με το βιβλίο Τι ωραίο πλιάτσικο!. Όπως και στην παρθενική μου επαφή με τον Κόου, έτσι και στο Τι ωραίο πλιάτσικο! το μωσαϊκό πίσω από το οποίο χτίζεται η πλοκή είναι η Μεγάλη Βρετανία της Μάργκαρετ Θάτσερ.
Μεταξύ των αρετών που φέρει στον σάκο του ένας καλός συγγραφέας είναι η ικανότητα να μην επιδίδεται απλώς σε μια αναπαραγωγή στερεοτυπικών φιγούρων και κλισέ συμπεριφορών.
Οι πρωταγωνιστές του Τζόναθαν Κόου είναι απρόβλεπτοι, σε ξαφνιάζουν και ενώ θα μπορούσαν να είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, δεν είναι. Ο αντικοινωνικός Μάρκ, η στάρλετ Χίλαρι, η δίχως αυτοπεποίθηση Φιόνα είναι τόσο κοντινοί και συνάμα τόσο μακρινοί από εμάς, καθώς μπλέκονται σε καταστάσεις που δεν συναντώνται κάθε μέρα. Πότε έτυχε, άλλωστε, σε κάποιον γνωστό μας να τον προσεγγίσει μια πλούσια, τρελή (;) γυναίκα δίνοντάς του άπειρα λεφτά για να γράψει τη βιογραφία της οικογένειάς της; Οι ήρωες έχουν κάτι ανθρώπινο και γήινο και συνάμα κάτι στα όρια του απίστευτου.
Το «Τι ωραίο πλάτσικο!» κερδίζει τον αναγνώστη του, καθώς είναι ένα βιβλίο ρεαλιστικό και συνάμα εξωπραγματικό, ένα βιβλίο που άλλοτε αποδίδει με σχεδόν νατουραλιστική ακρίβεια τη Μεγάλη Βρετανία του 1980 και την ίδια στιγμή παρελαύνουν σε αυτό μια σειρά ιστορίες που αναρωτιέσαι πόση φαντασία έβαλε ο Κόου και τις σκέφτηκε. Ρομαντικός, δηκτικός, χειμαρρώδης και δίχως έλεος ο συγγραφέας «μπερδεύει» το φανταστικό με το πραγματικό, το σοβαρό με το χιουμοριστικό σε ιστορίες μπολιασμένες με οικογενειακές κόντρες, πισώπλατα μαχαιρώματα, πάλη με προσωπικούς φόβους και περιπέτειες.
Αναφορικά με την πλοκή, είναι αυτή που καθιστά το «Τι ωραίο πλιάτσικο!» από τις πρώτες σελίδες του βιβλίο-που-δεν-ξεκολλάς. Και αυτό γιατί το βιβλίο είναι στην πραγματικότητα 500+ σελίδες – φωνής ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό της εποχής που καταπιάνεται.
Από τις ιστορίες στα διαλυμένα δημόσια νοσοκομεία της Μεγάλης Βρετανίας, μέχρι τα κατεψυγμένα κοτόπουλα και τη μανία των έτοιμων σνακς οι σελίδες του εξαιρετικού βιβλίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις λειτουργούν ως ένα «κατηγορώ» της κοινωνίας. Και όλα αυτά με φόντο της παρακμάζουσα αστική τάξη, που «εκπροσωπείται» από τους Γουίνσο και τις… ιστορίες (τους) για αγρίους.
Το τρίπτυχο ύβρις – νέμεσις – τίσις λειτουργεί λυτρωτικά στο βιβλίο, όπου κάθε πράξη συνοδεύεται από μια συνέπεια σε ατομικό, οικογενειακό, αλλά και σε συλλογικό επίπεδο. Η αλαζονεία και η πλεονεξία των καιρών δημιουργεί ασφυκτικά σχήματα, τα οποία κλυδωνίζονται και χάνονται ακόμη και αν απαιτείται να περάσουν δεκαετίες.
Στο «Τι ωραίο πλιάτσικο!» οι ήρωες είναι άπληστοι και δεν χορταίνουν με τίποτα. «Τυφλωμένος από τις πολλές οθόνες που είχε στήσει ανάμεσα στον εαυτό του και τον υπόλοιπο κόσμο, δεν ήταν πια σε θέση να δει έστω και φευγαλέα, για μια στιγμή, την εικόνα εκείνων με τα λεφτά των οποίων έπαιζε», αναφέρει ένα απόσπασμα αποτυπώνοντας την αδηφαγία, αλλά και τη σήψη της αστικής τάξης της χώρας της Θάτσερ.
Μετατοπίζοντας την κριτική στον συγγραφέα, το κύριο χαρακτηριστικό του Τζόναθαν Κόου είναι ότι πρόκειται για έναν πολιτικό συγγραφέα που αξιοποιεί το χιούμορ, ώστε να προβληματίσει για το χθες και το σήμερα. Με τρόπο που θα ζήλευε κανείς (σε αυτό συμβάλλει και το μορφωτικό του υπόβαθρο – σπουδές σε μεγάλα βρετανικά πανεπιστήμια) ο Κόου έχει εκείνη τη γραφή που θα ξεχωρίζεις, ακόμη και αν δεν ξέρεις ότι είναι ο συγγραφέας αυτού που διαβάζεις.
Συνοψίζοντας, το «Τι ωραίο πλιάτσικο!» είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί και να ξανα-διαβαστεί πολλές φορές. Η μετάφραση της Τρισεύγενης Παπαϊωάννου δεν «κλωτσάει», ενώ το επίμετρο της Σώτης Τριανταφύλλου συμπληρώνει όμορφα την ιστορία.
Το βιβλίο μπορείτε να προμηθευτείτε από εδώ