– γράφει η Μαρία Λυδία Κυριακίδου
Το να συρράψεις αποσπασματικά κείμενα, στοιχειοθετώντας μια θεατρική παράσταση που να καταφέρει να αναδείξει την λεπτή ύφανση και το εμβαδόν του λογοτεχνικής επιφάνειας με τα μεγάλα βάθη που ακούει στο όνομα «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης» είναι πραγματικά ένα πολύ μεγάλο στοίχημα.
Η φιλοσοφική ράβδος του αγίου, η εσωτερική του απομόνωση, η σιγή που φανερώνει την έκταση του θορύβου του, το ύφος και το μέτρο της αόρατης και την ίδια στιγμή, ορατής τραγικής ειρωνίας που συναντά κανείς στα έργα του, είναι σημαίες σε κορυφές που δύσκολα κανείς μπορεί με πλήρη επάρκεια να κατακτήσει – και πιθανότατα δεν είναι αυτό και το ζητούμενο.
Στην θεατρική παράσταση «Γυναίκες του Παπαδιαμάντη», που ανεβαίνει για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, σε σύνθεση κειμένων και σκηνοθεσία του Πέτρου Ζούλια, παρακολουθήσαμε μια θεατρική τέτοια απόπειρα που, αν μη τι άλλο, επιχείρησε να αποτίσει φόρο τιμής στον μεγάλο συγγραφέα, παρουσιάζοντας μια θεατρική ανθολογία που αφορούσε σε έργα του.
Συγκεκριμένα, εκτός από την «Φόνισσα» (1903,) που δε θα μπορούσε να λείπει, επιλέχθηκαν αποσπάσματα από τα εξής έργα: «Το Χριστόψωμο» (1887), «Η Σταχομαζώχτρα» (1889), «Η Χτυπημένη» (1890), «Ο Πολιτισμός εις το χωρίον» (1891), «Οι Ελαφροισκιωτοι» (1891),« Τ’ αγνάντεμα» (1899), «Κοκκώνα θάλασσα» (1900), «Η θητεία της πενθεράς» (1903), «Το νησί της Ουρανίτσας» (1902), «Η Συντέκνισσα» (1903), «Η Στοιχειωμένη καμάρα» (1904 ), «Γυνή πλέουσα» (1905), «Το καμίνι» (1907).
Μέσα από το έργο παρακολουθήσαμε την θέση της γυναίκας του ελληνικού παρελθόντος. Της γυναίκας που αγωνίζεται, της γυναίκας μάνας, της γυναίκας κόρης, της γυναίκας εγγονής.
Προβληματιστήκαμε αναπόφευκτα σχετικά με το ποια είναι η θέση της γυναίκας του ελληνικού παρόντος. Συμπεραίναμε πως ο αγώνας ποτέ δε σταμάτησε.
Ευρηματική σκηνογραφία, καλοζυγισμένη κίνηση, εκφραστικότητα προσώπων που πρόδιδαν ανά πάσα στιγμή τα συναισθήματα, εύστοχες εναλλαγές μεταξύ των κειμένων.
Το ιδιαίτερο της παράστασης αυτής, αφορά και στο εξής στοιχείο: στο να μην επιτρέπει το «βαρύ» κλίμα των κειμένων του Παπαδιαμάντη να «βυθίζει» μονίμως τον θεατή, παρά καταφέρνει να του υποδεικνύει διόδους προς την επιφάνεια, αφού συχνά καταφέρνει το «κωμικόν» με το «τραγικόν» να παντρεύονται με τρόπο αναπάντεχο.
Καθηλωτική η ερμηνεία του υποκριτικού αίλουρου που ακούει στο όνομα της Νένας Μεντή, μιας ηθοποιού που συνεχίζει να χαράζει μια εξωανθρώπινη πορεία επί σκηνής, μοναδικής για τα ελληνικά δεδομένα, αλλά και της συγκλονιστικής Έρσης Μαλικένζου, οι οποίες πλαισιώνονταν από μια δυνατή ομάδα νεαρών ηθοποιών (Ευγενία Δημητροπούλου, Χριστιάννα Μαντζουράνη, Μαριάννα Τουντασάκη, Έφη Σακελλαρίου) που προσέδιδαν μια σύγχρονη, δροσερή όσο και παραδοσιακή αύρα στις γυναίκες του Παπαδιαμάντη.
Με μια μοναδική απορία που αφορά στο κατά πόσο ήταν ανάμεσα στις επιδιώξεις του σκηνοθέτη η θεατρική κορύφωση ή αν αυτή ήταν κάτι που προτίμησε ανεπαισθήτως να την αναλάβει ο θεατής επιλέγοντας ο ίδιος το τελικό πρόσημο που εξέλαβε, θα λέγαμε πως η παράσταση αυτή πάτησε γερά επάνω στην γενική προσδοκία και είναι μία από τις καλύτερες παραστάσεις που έχουν ανέβει στην αθηναϊκή θεατρική σκηνή τα τελευταία χρόνια.