απρόσμενα κάτι μέσα μου φώναξε «εάλω η καρδιά, εάλω…»
– γράφει η Αιμιλία Πανταζή
Απρόσμενα βρεθήκαμε,
απρόσμενα, όλα βάφτηκαν γαλάζια από το χρώμα των ματιών σου,
απρόσμενα κάτι μέσα μου φώναξε «εάλω η καρδιά, εάλω…»
Γίνεται επικίνδυνη και επώδυνη η γραφή όταν γράφω για σένα.
Οι σκέψεις πετάνε,
οι λέξεις πετάνε,
καλύπτουν την απόσταση που μας χωρίζει,
σε συναντούν και όταν γυρνούν,
σωριάζονται πάνω στο άσπρο χαρτί.
Η εμμονή να σε σκέφτομαι δεν με αφήνει.
Η αναμόχλευση της μνήμης έγινε συνήθεια.
Είσαι πάντα εδώ κι ας μη σε βλέπω.
Σε νοιώθω.
Αφουγκράζομαι τους χτύπους της καρδιάς σου,
σε αφήνω να δεις τα δάκρυά μου.
Στα δύσκολα η σκέψη σου με κρατά όρθια.
Είσαι μια ανάσα ζωής στο κενό.
Εγώ τι είμαι;
Ένας ημιτελής πίνακας, μια αραχνιασμένη ανάμνηση, μια ιστορία με αμνησία;
Δεν θα το μάθω ποτέ.
Στην άκρη του λογισμού θα σε περιμένω
με την ομίχλη του χρόνου να με κρύβει,
παρέα με την πεισματάρα ελπίδα ότι απρόσμενα θα βρεθούμε ξανά.
Δεν θα το μάθεις ποτέ.