σʼ αυτό το σπίτι
αποχαιρετίσαμε
χωρίς να το ξέρουμε;»
– επιλογή κειμένου: Νίκος Σταϊκούλης
Από τούτους τους δρόμους
που μπλαβίζουνε το δείλι
ένας θα είναι (δεν ξέρω ποιος)
που θα τον έχω κιόλας διαβεί
στερνή φορά,
αδιάφορος και ανυποψίαστος,
παραδομένος.
Σʼ αυτόν που ορίζει άτεγκτες νόρμες
κι ένα κρυφό και άκαμπτο ζύγι
για τις σκιές, τα όνειρα
και τις μορφές
που κεντάνε το υφάδι
τούτης της ζωής.
Αν για όλα υπάρχει όριο
και μέτρο
και ύστατη φορά
και το όχι πλέον
και λησμοσύνη
ποιος θα μας πει, ποιόν,
σʼ αυτό το σπίτι
αποχαιρετίσαμε
χωρίς να το ξέρουμε;
Απʼ το μαβί το παράθυρο
η νύχτα σέρνεται
κι από το σωρό τα βιβλία
που μια κολοβωμένη σκιά
απλώνεται στο θαμπό
το τραπέζι,
θα βρίσκεται κάποιο
που ποτέ δε θα διαβάσουμε.
Υπάρχουνε στο νότο
κάτι παραπάνω
από αυλόπορτες
ξεχαρβαλωμένες
με τις χτισμένες υδρίες
και τους χλωρούς κάκτους
που το έμπα
μού κλείνουν
σαν ναʼ τανε λιθογραφίες.
Μια πόρτα τη σφάλισες
για πάντα
κιʼ ένας καθρέφτης
μάταια σε περιμένει..
το σταυροδρόμι
σού φαίνεται ορθάνοιχτο
μα το βιγλίζει,
τετραπρόσωπος, Ιανός.
Σε όλες σου τις μνήμες
υπάρχει μια
που ανεπίστρεπτα χάθηκε…
δεν θα σε δούνε
σʼ αυτή την κρήνη
να γέρνεις
ούτε ο ήλιος ο λευκός
ούτε το κίτρινο φεγγάρι.
Δε θα ξαναπιάσει το στόμα σου
αυτό που είπε ο πέρσης
στη γλώσσα του
από πουλιά και τριαντάφυλλα
όταν το σούρουπο,
πριν το λίγνεμα του ήλιου,
θελήσεις να πεις
πράγματα αλησμόνητα.
Και ο ασταμάτητος Ροδανός
και η λίμνη,
όλο τούτο το χθεσινό
στο ποιο απόψε σκύβω;
Το ίδιο χαμένα θαʼ ναι
όπως η Καρχηδόνα
που οι λατίνοι την ξέκαναν
με φωτιά κιʼ αλάτι.
Την αυγή ψυχανεμίζομαι
το ανακατωμένο σούσουρο
του πλήθους που αλαργεύει…
είναι αυτοί που με πόθησαν,
κιʼ αυτοί που με ξέχασαν..
χώρος και χρόνος
κιʼ ο Μπόρχες
κιόλας με αφήνουν.
(Μετάφραση: Στάθης Λειβαδάς)