«Δε θέλω το πρόσωπό σου.
Κάποτε θ’ αλλάξει τόσο που δε θα το αναγνωρίζω.»
– από την Ευαγγελία Αγγελούση
Κάποτε θ’ αλλάξει τόσο που δε θα το αναγνωρίζω.»
– από την Ευαγγελία Αγγελούση

Κάποτε θα σβήσει.
Θέλω την τσακμακόπετρά σου
ν’ ανάβω τη φωτιά μου όποτε θέλω.
Δε θέλω το γέλιο σου.
Κάποτε ίσως γίνει κλάμα, οργή, χλεύη.
Θέλω την πηγή του,
να την προσέχω να μη στερεύει ποτέ.
Δε θέλω το σώμα σου.
Κάποτε θα φθαρεί.
Θέλω τα νεύρα της ψυχής σου
να τα διατηρώ ζεστά
στον οργανισμό της μνήμης μου.
Δε θέλω την πράξη σου.
Κάποτε θα πάψει να επαναλαμβάνεται
για να με ευχαριστεί.
Θέλω τη σκέψη σου
να τη σκαλίσω στην πέτρα του μυαλού μου
να την ανακαλύψουν τα χρόνια μου.
Δε θέλω την εκπνοή σου.
Κάποτε θα διστάζει να με αγγίζει.
Θέλω τη λαχτάρα της εισπνοής σου
να τη φυλάξω να χορταίνω τη δική μου
όταν σώνεται.
Δε θέλω το πρόσωπό σου.
Κάποτε θ’ αλλάξει τόσο που δε θα το αναγνωρίζω.
Θέλω το είδωλό του,
να το κλείσω στον καθρέφτη της ματιάς μου,
για να γίνεται το άλλο μου μισό
κάθε φορά που κόβομαι στα δύο.
Δε θέλω τελικά το «κάποτε».
Θέλω το «πάντα» και το «ποτέ»
τη στιγμή που ενώνονται
σ’ ένα σαγηνευτικό “instantane”.