Η φύση πρόσθεσε, ο τεχνίτης αφαίρεσε. Επιτέλους, ήταν έτοιμη. Ο ανυπόμονος νέος πήρε στα χέρια του το αλαβάστρινο αγαλματίδιο και το σήκωσε προς το φως.
Τα χαρακτηριστικά της γυναικείας φιγούρας έλαμψαν από ζωή. Κοίταξε με σεβασμό τον γερασμένο δάσκαλο και άφησε τις παλάμες του να ζεσταθούν από την αρτιότητα της συμμετρίας.
Ο ηλικιωμένος άντρας παρακολουθούσε ήρεμα τον θαυμασμό του βοηθού του. Χωρίς να πει τίποτα πήρε ευλαβικά τη δημιουργία του και την τύλιξε με έναν μάλλινο μανδύα. Τρυφερά και προσεχτικά όπως θα έκανε κανείς με το παιδί του. Το επόμενο ξημέρωμα θα έρχονταν απεσταλμένοι από τον ναό. Η παραγγελία τους, θα ήταν έτοιμη στην ώρα της. Δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία ότι θα μένανε ικανοποιημένοι.
Σε περίοπτη θέση του ναού η μικρή κοπέλα άνθισε. Δεχόταν ευχές για καλή σοδειά και κατάρες για άπιστους συζύγους. Τα θυμιάματα πότισαν το δέρμα της και τα πολλά βλέμματα περιόρισαν την μοναδικότητά της. Όταν οι απόγονοι του τεχνίτη σπάσανε την στέγη του ναού, τοποθέτησαν ένα σταυρό στην πίσω πλευρά.
Η κοπέλα έμεινε εκεί που ήταν. Κάποιος είπε ότι επρόκειτο για την προσωποποίηση της μητέρας και το ίδιο βράδυ την άγγιξε με έναν τρόπο ελαφρώς παρεξηγήσιμο.Η κοπέλα δεν νοιαζόταν ούτε για τα κρύα δάχτυλα ούτε για τα λάγνα βλέμματα. Ακίνητη και ιερή κράταγε συντροφιά σε περιπλανώμενους και παραπλανημένους.
Μια δροσερή νύχτα του Μάρτη ο χώρος που την φιλοξενούσε τυλίχτηκε στις φλόγες. Οι φωνές από την αυλή σύντομα μετατράπηκαν σε ουρλιαχτά και η σιωπή που ακολούθησε την βρήκε σκεπασμένη από στάχτη και συντρίμμια.
Πολλές νύχτες περάσανε κι ο κόσμος γύρω της ψήλωνε ασταμάτητα. Άλλοτε παρήγορα κι άλλοτε βιαστικά. Ξεχασμένη και αξέχαστη μάζεψε πάνω της το βάρος της γης. Οι γιορτές των χωρικών και τα παχιά τους μνήματα δεν την επηρέασαν καθόλου. Η ευωδία ενός υπέροχου κήπου δεν την έφτασε ποτέ ενώ η μόνη επαφή που είχε, ήταν η περιστασιακή σύγκρουση με σκουλήκια και έντομα.
Ένας πατέρας θα τα άλλαζε όλα..
(συνεχίζεται..)