«Ο Υπνοβάτης», της Μαργαρίτας Καραπάνου

«Δεν τον αγαπούσα, γι’αυτό μ’έπιασε τέτοια απελπισία που έφυγε. Όλη τη νύχτα, έπαιρνα φόρα και χτύπαγα το κεφάλι μου στον τοίχο ξανά και ξανά..»
επιλογή αποσπάσματος, Μαρία Λυδία Κυριακίδου

heal_me_by_darkview

[..]

Το είδαν όλοι, αλλά δεν καταλάβανε τι ήταν αμέσως. Χτύπησε στον τοίχο με τέτοια φόρα, που όλοι κάνανε μια κίνηση για να προτατευτούν, ενώ ήταν τόσο μικρό. Έπεσε χάμω ανάσκελα. “Έσκασε απ’τη ζέστη”, είπε κάποιος. Ο Mark το έπιασε και με προσοχή το έστησε στη μέση της αυλής.

Το πουλί στάθηκε. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά και τόσο ακίνητα, που έμοιαζε να υπνοβατεί. Ο Mark είπε ότι μισούσε τα πουλιά, ιδίως τα μάτια τους. Όταν στρίβανε το βλέμμα στο πλάι μ’αυτή την ταχύτητα, τη νευρικότητα, του φαινόταν πάντα πως δεν ήτανε για να κοιτάξουν, αλλά για να ελέγξουν. “Τα μισώ”, είπε, “τα μισώ”.

Το μεσημέρι καθόντουσαν έξω στο patio. Μέσα ήταν σχεδόν σκοτάδι, μόλις που φαινότανε ο Στέφανος πίσω από το μπαρ. Έπαιζε σκάκι μόνος του μ’ένα αναμμένο κερί στο χέρι. Το μεσημέρι πίνανε πάντα πολύ, αλλά μεθούσαν λίγο. Ίσως γιατί ήταν μέρα και το μπαρ δικό τους, η ατμόσφαιρα οικογενειακή. Ενώ το βράδυ, με τα χαμηλά φώτα, τα άγνωστα πρόσωπα, μ’ένα ποτήρι μεθούσανε αμέσως. Ήταν κι αυτά τ’αγόρια: σκαρφαλωμένα στα ψηλά ταμπουρέ, με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα, τους καμένους αυχένες απ’τον ήλιο, με τον κρίκο στ’αυτί, και μ’αυτά τα πανύψηλα, αδύνατα, σχεδόν καχεκτικά σώματα, τόσο μαύρα απ’τον ήλιο, τόσο περιποιημένα με κρέμες και με λάδια, τόσο επιθυμητά! Ο Mark σκέφτηκε ξαφνικά πως τα μάτια τους, έτσι όπως γύριζαν δεξιά αριστερά, όχι για να κοιτάξουν, αλλά για να ελέγξουν, έμοιαζαν ακριβώς με τα μάτια των πουλιών.
Αλλά τώρα ήτανε τρεις το μεσημέρι και δεν υπήρχανε αγόρια πουθενά. Μόνο το πουλί στεκότανε πετρωμένο στη μέση της αυλής, κι αυτοί πίνανε ασταμάτητα και δεν μεθούσανε με τίποτα Η Sue πρότεινε κάποιος να του φέρει νερό. “Όχι. Ψωμί”, είπε ο Gunther. Ο Placido είπε να τον αφήσουν ήσυχο. Τα μάτια τους όμως δεν ξεκολλούσαν από το πουλί. Αυτό ακίνητο, σαν απολιθωμένο, κοίταζε προς το βουνό. Ο Mark ακούμπησε μπροστά στο ράμφος του νερό, μέσα σ’ένα πιάτο.

“Κάποτε με άφησε ένας εραστής”, είπε ο Placido. “Όλη τη νύχτα έπαιρνα φόρα και χτύπαγα το κεφάλι μου στον τοίχο. Έφευγε -μου είπε- γιατί φοβόταν τις αράχνες και είχε μάθει πως ήταν η εποχή τους. “Θα σου αγοράσω κουνουπιέρα”, του έλεγα κλαίγοντας, “θα σου αγοράσω κουνουπιέρες για όλο το σπίτι, θα σκεπάσω και τον κήπο, και το νησί ολόκληρο αν θέλεις”. Και ξέρετε τι απάντησε; Ότι φοβόταν και τις κουνουπιέρες γιατί είχε κλειστοφοβία, ότι κοστίζαν ακριβά, κι ότι, ώσπου να τις αγοράσω, θα ‘χε περάσει η εποχή για τις αράχνες. Δεν τον αγαπούσα, γι’αυτό μ’έπιασε τέτοια απελπισία που έφυγε. Όλη τη νύχτα, έπαιρνα φόρα και χτύπαγα το κεφάλι μου στον τοίχο ξανά και ξανά. Προς το πρωί, στάθηκα ζαλισμένος, ακίνητος μπροστά στον καθρέφτη, νόμιζα πως ήμουνα πουλί. Πώς θα πετάξω να φύγω τώρα”, έλεγα, “αφού δεν έχω πια φτερά; Πώς θα πετάξω; Πώς;”

Ο Mark γονάτισε, με το δάχτυλο του έβρεξε λίγο το ράμφος του πουλιού. Το πουλί κοίταξε ίσια μπροστά του μ’ένα αδιάφορο πείσμα. Το χάιδεψε απαλά, απ’το κεφάλι μέχρι την άκρη της ουράς. Το πουλί ανατρίχιασε, αλλά όχι επιδερμικά, μάλλον σαν να συσπάστηκαν τα σπλάχνα του. Του έβρεξε το κεφάλι. Το νερό κατρακύλησε μες στα μάτια του πουλιού, γλίστρησε πάνω στους βολβούς. Σκύβανε όλοι, περιμένοντας κάποιο σημείο ζωής.
“Fucking bird”, μουρμούρισε η Sue.
“Hey, you guys!” Η φωνή του Στέφανου ηχούσε σαν να έβγαινε από κάποια σπηλιά. “It’s gin! Τζιν χρειάζεται το πουλί για να πετάξει”. “Don’t we all?” είπε ο Gunther.
Ο Στέφανος βγήκε τρικλίζοντας και δίνοντας φιλιά στην μπουκάλα με το “Gordon’s”. “Θα δείτε”, έλεγε, “θα δείτε”.
“Όχι”, είπε ο Mark. Γονάτισε, με τα δύο του χέρια σκέπασε το πουλί. “Είναι προσωπική μου υπόθεση”, πρόσθεσε.
“Τίποτα πια δεν είναι προσωπική σου υπόθεση. Τίποτα!” Ο Στέφανος θύμωνε όταν μεθούσε και μεθούσε μόνο μεσημέρι. Το βράδυ έπρεπε να είναι νηφάλιος για τους πελάτες. Ο Mark τον θύμωνε πάντα περισσότερο απ’τους άλλους. “Θα δεις”, του είπε, κοιτάζοντας τον άγρια, “θα δεις, θα δεις”. Άνοιξε διά της βίας το ράμφος του πουλιού, βύθυσε το δάχτυλο του γεμάτο τζιν βαθιά μες στο λαιμό του. Το πουλί πήδηξε ένα βήμα πίσω, ένα βήμα μπρος. Τα μάτια του στρογγύλεψαν, διογκώθηκαν. Άρχισε να κοιτάει δεξιά αριστερά, το βλέμμα του έλαμψε, με φοβερή ταχύτητα μέτραγε, υπολόγιζε, καταμετρούσε, με κάτι το αφόρητα συγκεκριμένο και απλανές συγχρόνως.

Ο Mark πλησίασε το χέρι του. Το πουλί, με μια κίνηση πιο γρήγορη ακόμη κι απ’το παίξιμο των ματιών του, γύρισε και τον δάγκωσε, άνοιξε τα φτερά του και χάθηκε.
Το βράδυ στο μπαρ, ο Mark κάθισε δίπλα σ’ένα αγόρι με κοντά μαλλιά, τεράστια μάτια και μικρά παιδικά αυτιά. Το αγόρι ήταν λίγο μεθυσμένο, χαμογελούσε, αλλά το βλέμμα του, καθώς κοίταζε γύρω προσεχτικά, ήταν ψυχρό. Ο Mark του πρότεινε να πάνε σπίτι του για ένα ποτό, και το αγόρι, αφού έριξε ένα τελευταίο βλέμμα σε όλους τους άλλους, ελέγχοντας το χώρο, σήκωσε τους ώμους και είπε: “Γιατί όχι;” Προς το πρωί, το αγόρι ζήτησε βραζιλιάνικο καφέ με brown sugar, στάθηκε γυμνό μπροστά στο παράθυρο και κάπνιζε κοιτώντας τον ουρανό.

“Δεν θα το πιστέψεις”, του είπε ο Mark κοιτάζοντας την τέλεια πλάτη του και τα λακκάκια πάνω απ’τους γοφούς του, “δεν θα το πιστέψεις, αλλά σήμερα το μεσημέρι με δάγκωσε ένα πουλί”.
(σελ. 192-194)

«Ήμουνα άρρωστη, πολύ άρρωστη. Είχα κατάθλιψη».
«Είχες θλίψη», τη διόρθωσε τρυφερά ο Μανόλης. Μη λες ποτέ κατάθλιψη. Είναι μια λέξη φτωχή που σημαίνει έλλειψη του πόνου». Της μιλούσε για πρώτη φορά στον ενικό. Της χάιδεψε μια ρυτίδεα δίπλα στο στόμα της, δεξιά. «Η θλίψη φαίνεται εδώ». Της χάιδευε τη ρυτίδα κι όλος ο πόνος της συγκεντρώθηκε εκεί, το δάχτυλό του βυθιζόταν και της φάνηκε πως η ρυτίδα έγινε ουλή και ο πόνος έφυγε.

«Είχα μια έλξη ακαταμάχητη για το χάος, το ύψος και το βάθος, ήθελα να πηδήξω από μπαλκόνια, ταράτσες, βράχους, βουνά, δεν ήθελα το θάνατο, μόνο την πτώση, και τις νύχτες φοβοόμουνα τα όνειρα. Έβλεπα σώματα να εκσφενδονίζονται και να σκάνε στον αέρα, κομμάτια σάρκας να πέφτουνε αργά μέσα σε λίμνες με νερά νεκρά, να βρέχει κι εγώ να κάθομαι στην όχθη και να πλέκω».

Μιλούσε η Mina και μπαίνανε συνέχεια άνθρωποι στο γραφείο, κάνανε «μήνυση κατ’ αγνώστου», ο Μανόλης έπαιρνε καταθέσεις, τηλεφωνούσε, η Mina μίλαγε και οι τιμές του αρνιού μπερδευόντουσαν με τα όνειρα, ο τοίχος που είχε χτίσει παράνομα ο φούρναρης γινότανε για τη Mina ύψος και πτώση, και κύλαγαν οι μέρες, πέρναγαν οι μήνες και καθώς άκουγε η ίδια τη φωνή της, η αρρώστια ημέρευε, κι ένα βράδυ, όταν ο Μανόλης σηκώθηκε κι έκλεισε τα φώτα για να φύγουν, η αρρώστια πέθανε.

Εκείνη τη νύχτα στο κρεβάτι της η Mina κρύωνε. Τώρα που την είχε χάσει, την αγάπησε την αρρώστια της, την πένθησε και φοβότανε χωρίς αυτήν. Μίσησε τον Μανόλη που της την είχε πάρει. Έπαψε να πηγαίνει στο τμήμα. Όταν ξυπνούσε το πρωί έλεγε: «Είμαι καλά», και το μίσος της για τον Μανόλη μεγάλωνε. Ήταν καλά και δεν ήξερε τι να κάνει μ’ αυτό το καινούριο τέρας, νοσταλγούσε την αρρώστια της. Η θάλασσα ήταν γλυκιά και καλή, το ψωμί είχε τη γεύση του ψωμιού, τη νύχτα ονειρευότανε λιοντάρια, βυθιζότανε σ’έναν ύπνο που μύριζε νυχτολούλουδα, κι αντί να χαίρεται αναζητούσε τους εφιάλτες, το φόβο, τη φοβερή ζωντάνια της αρρώστιας.


Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.