Ο έρως έτσι είναι μια απελπισμένη προσπάθεια να μπεις στον κύκλο, στον οποίο ανήκει το αντικείμενο του έρωτός σου, σχεδόν αδιαφορώντας για όλα τ’άλλα..»
– επιλογή αποσπάσματος, Μαρία Λυδία Κυριακίδου
«Τι είναι έρως το είπε μια για πάντα ο θείος Πλάτων στου δύο πολύ γνωστούς διαλόγους του, Συμπόσιον και Φαίδρος, για να περιοριστούμε μόνο σ’αυτούς. Θα ‘θελα να προσθέσω μερικά λόγια για τον έρωτα από παρατηρήσεις που έχω κάνει σε άπειρες περιπτώσεις που συναντούμε στη ζωή.
Το ρητό «όμοιος ομοίω αεί πελάζει» ισχύει κι εφαρμόζεται στους έρωτες των ναρκίσσων, που στο τέλος έχουν πάντα άδοξο τέλος. Έχουμε και τον έρωτα που βασίζεται στις αντιθέσεις, που είναι κατα βάθος μια δραματική προσπάθεια όχι μόνο να ζητάς το αντίθετο αλλά και τον καλύτερο, ερωμένη ή εραστή, που από αντίθετο μόνο μετατρέπεται σ’ενα μεγάλο ιδανικό, άφθαστο.
Και επεξηγώ: Ο τριχωτός άντρας θεοποιεί τη φυσική ή τεχνητή ατριχία της γυναικός, την ειλικρινή ή κατ’απομίμηση τρυφερότητά της. Ο μαθητής θεοποιεί τη σοφία του δασκάλου ή της διδασκάλισσάς του. Ο έρως έτσι είναι μια απελπισμένη προσπάθεια να μπεις στον κύκλο, στον οποίο ανήκει το αντικείμενο του έρωτός σου, σχεδόν αδιαφορώντας για όλα τ’άλλα. Δημιουργείς με την φαντασία σου έναν ιδανικό κόσμο, στον οποίο πρωτεύουσα και μοναδική θέση κατέχει το αντικείμενο του έρωτός σου.
Αυτός ο ιδανικός και τέλειος κόσμος, στον οποίο ανήκει ο τέλειος ή η τέλεια ερωμένη, είναι πρώτος στην πρώτη κατηγορία, την πιο υψηλή. Έτσι, η πτωχή κόρη ερεθίζεται ερωτικά με τον πάμπλουτο εραστή της, όχι για λεφτά, όπως νομίζει ο κόσμος, αλλά για καθαρώς σεξουαλική γοητεία, η οποία σαν ένα σπάνιο άρωμα τυλίγει την ερωτευμένη.
Άλλοτε ορισμένα αγόρια των δεκαοχτώ ετών έπεφταν ερωτευμένα με την υπηρέτρια του σπιτιού τους, ανακαλύπτοντας ιδανική πρωτογένεια και συμπυκνωμένο ερωτισμό, που είχε φυγαδεύσει η αστική ηθική από τις παστεριωμένες εξαδέλφες και ανιψιές, ο έρως με τις οποίες καταντούσε ένα είδος αιμομιξίας, εφόσον δεν επρόκειτο να ανέλθουν κοινωνικά, αν δεν έρχονταν σε επαφή με τις ως άνω ευνουχισμένες ανιψιές.
Ο έρως είναι η μεγάλη επιθυμία να ανέλθωμεν κοινωνικώς σε μια ανώτερη τάξη από τη δική μας. Αλλά η ανωτερότητα της τάξεως, εις την οποία θέλει να εισέλθει ο ερωτευμένος, καθορίζεται απ’αυτόν τον ίδιον.
Η πτωχή κόρη, ο πτωχός νέος, ο αποτυχών φοιτητής, ο παχύς και άρρωστος πλούσιος και η κάθε περίπτωση ανθρώπου μπορεί να γίνει πρωταγωνιστής ενός μαγικού κόσμου. Η λογική και ο μαρξισμός δεν μπορούν να κρίνουν αυτές τις περιπτώσεις.
Κάποτε άκουσα ένα ναύαρχο να λέει σ’έναν άλλο αξιωματικό του οποίου διηγείτο τις περιπέτειες με μια απ’αυτές που θα λέγαμε «τσούλες»: «Ξέρεις τι θα πει είμαι ερωτευμένος μ’αυτή τη γυναίκα; Οι συστάσεις και οι πληροφορίες δε μ’ενδιαφέρουνε. Τα ελαττώματά της τα παρατά έξω από το ναό, στον οποίο με οδηγεί, όπως οι μουσουλμάνοι τα παπούτσια τους. Η ελευθερία της, που κατακρίνεται σαν ελάττωμα, είναι η ελευθερία μιας τάξεως που ούτε και να υποψιαστεί μπορεί η τάξις μας του Βασιλικού Ναυτικού».
Το είχε πει ο Νίτσε: Γυναίκες που συνήθως έχουν θετικό και πρακτικό χαρακτήρα ονειρεύονται ο σύντροφος της ζωής τους να είναι εκατό φορές πιο πρακτικός και θετικός από αυτές, και χωρίς να το καταλάβουν πέφτουν στην αγκαλιά ενός άντρα, που όπως οι περισσότεροι άντρες είναι ρομαντικοί κι ανίδεοι της πρακτικής ζωής κι ονειρεύονται με τη σειρά τους μια γυναίκα πολύ πιο ρομαντική απ’ αυτούς, πολύ πιο αδιάφορη για τα πρακτικά ζητήματα. Σ’αυτή την περίπτωση βασίζονται οι περισσότεροι γάμοι και τα μοιραία διαζύγια.
[…]
Μιλάμε για τον έρωτα που είναι συγχρόνως επιθυμία να εισέλθουμε στην κοινωνική τάξη ή στον κύκλο του αγαπημένου προσώπου. Ο κόσμος αυτός, ο κύκλος αυτός, είναι καθαρά φανταστικός και συχνά αντίθετος με την κοινωνική ιεραρχία.
Και οι πρίγκιπες βέβαια και οι δούκες μπορούν να γίνουν ιδανικό του φτωχού και δυστυχισμένου ερωτευμένου, αλλά συγχρόνως υπάρχουν και κοινωνίες μισοϋπαρκτές, μισοφανταστικές, στις οποίες ανήκει με τη φαντασία μας το πρόσωπο που έχουμε ερωτευθεί. Υπάρχει η μεγαλομανία που ζητάει τους πρίγκιπες, τους εφοπλιστές, τους ληστάρχους και όποιον διακρίνεται.
Αλλά υπάρχει και μία άλλη ιεραρχία που αναζωογονεί τον έρωτα, η κοινωνία αυτών που προσπαθούν να επικρατήσουν. Και άμα ένας απ’αυτούς των προνομιούχων τάξεων απαγορεύσει στον ερωτευμένο να εισέλθει στον κύκλο του, ο έρως γίνεται μίσος θανάσιμο.
Ο έρως, εάν επακολουθήσει, είναι σκέτη εκδίκησις, και συνήθως άλλοι απαγόρευσαν και άλλοι πληρώνουν με εκδίκηση. Η ψυχή του αποτυχόντος ερωτευμένου ξεχωρίζει τις ομάδες των ούτω πως σκεπτομένων και επιζητεί τον έρωτα για την εκδίκηση σε οποιοδήποτε άτομο σχετικό ή ακόμα και άσχετο. Η φράση «σ’αγαπώ» σημαίνει θέλω να σ’αποσπάσω από την κοινωνία σου, την οικογένειά σου, θέλω να σ’αναγκάσω να κάνεις αυτό που η οικογενειακή σου παράδοση σου απαγορεύει.
Υπάρχουν σχεδόν ιεροί λόγοι που απαγορεύουν τον έρωτα σε μια ορισμένη κάστα καταραμένη. Στα χωριά, στην Απελευθέρωση, πτωχοί αγρότες και κομμουνιστές στα φρονήματα είχαν ως ιδανικό να κλέβουν κόρες δοσίλογων ή και απλώς πλουσίων. Ήταν αντιζηλία με τον «πατέρα». Ήταν μια απόδειξις πως η καταδίκη ή η απομάκρυνση του κομμουνιστή δεν είχε μέλλον, αφού η νέα γενιά δεχόταν να παντρευτεί μαζί του.
Και ο πιο θερμός λαϊκισμός του Έλληνος αστού σταματάει εκεί που σταματάει το θέατρο, δεν είναι μια δυνατή αγάπη. Η λαϊκή γυναίκα, που προτιμούν μερικοί διανοούμενοι, συνήθως εξευρωπαΐζεται και χάνει τη λαϊκότητά της χωρίς να κερδίσει κάτι άλλο θετικό. Μερικοί άντρες έχοντας ένα φόβο για τη γυναίκα, όπως ιδεωδώς χτίζεται στις ψυχές των αστών, προτιμούν τις μαύρες γυναίκες, τις κίτρινες ή τις πολύ ροδαλές από τη Σουηδία.
Ο έρως έχει πολύ σχέση με την κλοπή. Ό,τι δεν σου δίνεται πρόθυμα και μ’ελευθερία, ετοιμάζει μια μετατροπή του αισθήματος σε διάθεση εκδικήσεως για να τιμωρηθεί το πρόσωπο του έρωτός μας. Η υποταγή του ερωτικού αντικειμένου στον εραστή είναι η πρώτη φάση της τυραννίας.
Μετά ακολουθεί μοιραίως η ρουτίνα. Στη συνέχεια, γίνονται νέοι συνδυασμοί ρεζέρβα για ώρα ανάγκης. Το να κρατήσει κανείς την ίδια ερωτική γραμμή σ’όλη του τη ζωή είναι ευκταίο, αλλά και αν συμβεί να πραγματοποιηθεί, τίποτε δεν αποκλείει την προδοσία του άλλου. Έτσι, ο έρως καταντά ένας συνεχής οραματισμός πραγμάτων, που δεν υπάρχουν παρά μόνο στον κόσμο της φαντασίας. Όσο κρατάνε και ανέχονται οι δύο ερωτευμένοι.