«Έχει μεγάλη υγρασία. Και κάπου εκεί ανάμεσα στιγμιαία ένας άνεμος ράθυμος , άφησε τα ίχνη του στους ώμους..»
– από τη Ρένια Παπαματθαίου
– από τη Ρένια Παπαματθαίου

Ήξερα μόνο ότι τα μάτια του ήταν πολύ μεγάλα.
Ο νεοφερμένος άντρας με μετέωρη έκφραση μπήκε στην αίθουσα. Η νύχτα ήταν μάλλον για τέτοιους χώρους.
Στο βάθος του δρόμου μπαράκια καφέδες ποτά μνήμες μεθυσμένες.
Κάποιος στην παρέα μιλούσε για ανθρώπους, για στίχους, πολλά τα λογοτεχνικά γυρίσματα.
Ο νεοφερμένος άντρας με μετέωρη έκφραση μπήκε στην αίθουσα. Η νύχτα ήταν μάλλον για τέτοιους χώρους.
Στο βάθος του δρόμου μπαράκια καφέδες ποτά μνήμες μεθυσμένες.
Κάποιος στην παρέα μιλούσε για ανθρώπους, για στίχους, πολλά τα λογοτεχνικά γυρίσματα.
Τα σύννεφα κάνουν ιππασία. Έχει μεγάλη υγρασία.
Και κάπου εκεί ανάμεσα στιγμιαία ένας άνεμος ράθυμος , άφησε τα ίχνη του στους ώμους. Η στιγμή όμως χωράει αποκορυφώσεις. Σ’ αυτό το τίποτα του χρόνου,απροσχεδίαστα, απότομα σχεδόν, κάλυψε τους εκτεθειμένους ώμους με το πανωφόρι του.
Ήταν σαν άρωμα λεμονιάς που απέδρασε από μακρινό περιβόλι. Κατάγεται , όπως μου εμπιστεύτηκε, από τον κόσμο των χαμένων ονείρων και αξιών.
Και το φεγγάρι κρυμμένο πίσω από ένα σύννεφο , βλέπει την έκπληξή μου και γελάει. Η Σταδίου πλατιά χώρεσε την απέραντη χαρά μου. Τα φανάρια του δρόμου έσβησαν.
Χτές περί την εντεκάτην βραδυνήν «έπαθα ολικήν έκλειψη». Με μια αχνιστή κίνηση.