«Μια ευχή, για τώρα και για πάντα…»

Το είχε σκεφτεί πολύ. Ένιωθε την περιέργεια, που τον χαρακτήριζε από όταν ήταν νέος, να γιγαντώνεται ξανά μέσα του. Γράφει ο Αστροβάμων.

Είχε κλείσει όλες τις ανοιχτές υποθέσεις του. Δεν χρωστούσε πουθενά, δεν όφειλε χάρη σε κανέναν, δεν είχε να μεγαλώσει άλλα παιδιά -είχαν ήδη ενηλικιωθεί τα δύο δικά του- και με την μητέρα τους, είχαν περάσει αρκετά χρόνια πια, που ήταν, απλά, φίλοι αγαπημένοι και συγκάτοικοι. Είχαν γνωριστεί από πολύ νωρίς, φοιτητές ακόμα, όταν έκαναν ειδίκευση σε μια βιομηχανία κλωνοποιήσεων και ανάπτυξης ανταλλακτικών ανθρώπινων οργάνων.

Μετά τον 3ο Μεγάλο Πόλεμο, το χρήμα ως συναλλακτική ενδιάμεση αξία, είχε χάσει το νόημά του. Τα αυτόνομα υπολογιστικά συστήματα είχαν αναλάβει την παραγωγή αγαθών και την διανομή τους. Για πρώτη φορά η ανθρωπότητα είχε άπλετο ελεύθερο χρόνο, μακροζωΐα και άφθονους πόρους.

Κι όπως ήταν αναμενόμενο, μετά από ένα διάστημα ομφαλοσκόπησης και απόρριψης των θρησκειών και της τιμωρητικής τρομολαγνείας τους, οι άνθρωποι, επιτέλους, στράφηκαν σε ό,τι τους ευχαριστούσε. Ένας εκλεπτυσμένος Επικουρισμός κι ένα «αγαπάτε αλλήλους» ήταν τα μόνα απομεινάρια των -πάλαι ποτέ- κραταιών θρησκειών. Οι άνθρωποι δεν είχαν, πλέον, ανάγκη από θεούς. Διαφέντευαν μόνοι τις τύχες τους.

Ήταν η εποχή της ραγδαίας άνθισης των επιστημών και της εξερεύνησης και αποίκησης του διαστήματος. Σταδιακά, δεκαετία με δεκαετία, όλο και κάποιος πλανήτης κοντινού άστρου γέμιζε πρώτα με αυτόνομα συστήματα διαμόρφωσης περιβάλλοντος και ανέγερσης κατοικιών και μετά ακολουθούσε ένα κύμα αποίκων προς εγκατάσταση και εξερεύνηση.

Νέοι άνθρωποι, γεμάτοι όνειρα και περιέργεια κινούσαν για να ζήσουν σε άλλους πλανήτες. Κοντά τους και μεσήλικες που ολοκλήρωσαν τις υποχρεώσεις τους και ήθελαν να γνωρίσουν νέους κόσμους πριν κλείσουν τον βιολογικό τους κύκλο.

Το είχε σκεφτεί πολύ. Ένιωθε την περιέργεια που τον χαρακτήριζε από όταν ήταν νέος, να γιγαντώνεται πάλι μέσα του.

Κάποιο μεσημέρι δεν άντεξε. Την ώρα του φαγητού γύρισε προς την γυναίκα και την κόρη του, που ήταν παρούσα, και ανακοίνωσε ότι είχε ήδη δηλώσει συμμετοχή στην νέα αποστολή, που κινούσε σε 6 μήνες, για τον τέταρτο πλανήτη κάποιου αχνού άστρου, 39 έτη φωτός μακρά.

Αντιδράσεις, διαμαρτυρίες, εκφρασμένη ανησυχία για το ρίσκο του ταξιδιού, αλλά, εκείνος, απτόητος. Στο τέλος το πήραν απόφαση ότι δεν θα τον ξανάβλεπαν. Κι εκείνος πόνεσε και δάκρυσε μπροστά τους, γιατί, σε 6 μήνες, θα ήταν μακριά τους, ανεπιστρεπτί.

Από τότε, η ατμόσφαιρα βάραινε καθημερινά στην οικογένειά του. Η θλίψη του οριστικού αποχωρισμού ήταν διάχυτη σε όλο το σπίτι και εισχωρούσε, θαρρείς, σε κάθε γωνιά του. Το ταξίδι θα διαρκούσε για τον ίδιο μόλις 2 μήνες, για το πλήρωμα του διαστημοπλοίου περίπου 12 χρόνια ενώ, για τους κατοίκους του μητρικού του πλανήτη, σχεδόν 88. Ήταν βέβαιο ότι, όταν θα έφτανε, ήταν αβέβαιο αν θα ζούσαν τα παιδιά του. Κι ο ίδιος θα ήταν κάτι λιγότερο από 49.

Αυτά αναπολούσε την στιγμή που ξάπλωνε στην κρυογονική θερμοκοιτίδα, η οποία θα τον κρατούσε ναρκωμένο και αγέραστο σε όλη την διάρκεια του ταξιδιού. Ή οθόνη έδειχνε 12 Νοεμβρίου του 2041. Καθώς ένιωθε την απαλή ζάλη από την εξάπλωση στο αίμα του της ορμόνης της χειμέριας νάρκης -μιας πρωτεΐνης ομόλογης της α1-αντιθρυψίνης σε συνδυασμό με το τριπλό σύμπλοκο HP20c-, η τελευταία εικόνα που έμεινε στην μνήμη του ήταν το συγκινημένο πρόσωπο της γυναίκας του που τον αποχαιρετούσε με ένα φιλί, μια βαθιά ρυτίδα στο μέτωπο και μια ζεστή αγκαλιά. Έκλεισε τα μάτια.


Η φωτεινή ένδειξη στην οθόνη, πάνω από το πρόσωπό του, αναβόσβηνε με κόκκινα γράμματα: «Παγκόσμιος χρόνος 1 Ιανουαρίου 2130. Καλώς ήλθατε στην Νέα Αρκαδία, την αποικία του Trappist-1e».

Καθώς έφευγε η ζάλη από την μακρά χειμέρια νάρκη, σκηνές από τον πλανήτη και τα αξιοθέατά του περνούσαν μπροστά από τα μάτια του, μέσα σε μια απόχρωση βαθυκόκκινη. Θα έπρεπε να συνηθίσει το κόκκινο φώς του ερυθρού νάνου ήλιου, που ζέσταινε και χάριζε ζωή στους πλανήτες του. Ίσως κάποτε νοσταλγήσει το γαλάζιο του ουρανού, πίσω στον μητρικό πλανήτη.

Η οθόνη, με ένα χαρούμενο ήχο, άλλαξε εικόνα και έγραψε «Εισερχόμενο μήνυμα». «Δείξε το» ψιθύρισε προς το μικρόφωνο, δίπλα στην οθόνη.

Εμφανίστηκε πρώτα η ημερομηνία αποστολής: Παγκόσμιος χρόνος, 3 Οκτωβρίου 2089, πλανήτης Γη. Έπειτα, ένα γηρασμένο, κάποτε όμορφο, κι όμως γνωστό, γυναικείο πρόσωπο φάνηκε χαμογελαστό στην οθόνη:

«Αγαπημένε μου, σε χαιρετώ. Αν υπολόγισα σωστά, το μήνυμά μου θα σε βρεί, τότε που θα ξυπνάς από το μακρύ ταξείδι. Διάλεξα αυτή τη στιγμή να σε ενημερώσω, ότι είμαστε όλοι καλά και ότι τα παιδιά μας κι εγώ επιλέξαμε να μην ταξιδέψουμε πέραν των ορίων του πλανητικού μας συστήματος. Δύο από τα εγγόνια μας, έχουν ήδη εγκατασταθεί σε γειτονικά κοντινά άστρα, το ένα στην Πρώτη Αποικία στον Εγγύτατο και το άλλο στην Νέα Αυστραλία στον Ross 128b, όπου εργάζεται σε μικτή ερευνητική εταιρεία με τους ιθαγενείς ανθρωπόμορφους κατοίκους του.

Εγώ, μερικούς μήνες μετά από την αναχώρησή σου, γνώρισα έναν καλό και γλυκύ σύντροφο με τον οποίο απέκτησα άλλα δύο παιδιά. Ο σύντροφός μου, δυστυχώς, απεβίωσε πριν μισό χρόνο, αλλά κι εγώ δεν θα ζήσω για πολύ ακόμα, όπως βλέπεις. Είμαι ήδη 96 και, μάλλον, δεν θα είμαι ζωντανή μετά από 39 χρόνια, τότε, δηλαδή, που θα ξυπνάς. Δεν πειράζει, έζησα όμορφα ως εδώ. Με παρηγορεί επίσης, το γεγονός, ότι η πρώτη μου μεγάλη αγάπη, θα συνεχίσει να με θυμάται, για πολλές δεκαετίες αφού θα έχω πάψει να υπάρχω.

Σου εύχομαι να ζήσεις όμορφα για πολλά ακόμα χρόνια πλάι σε ό,τι αγαπάς, εκεί, σε αυτή τη νέα και ραγδαία αναπτυσσόμενη, αποικία. Και μετά την πτήση σου αυτή, θα σε υποδεχθεί ένα δώρο από μένα για σένα, με όλη μου την αγάπη. Ένα δώρο αντάξιο του πάθους σου για ζωή, όπως μόνο εγώ το γνώρισα. Μια έκπληξη που ελπίζω να σε κάνει ευτυχισμένο, τώρα και για πάντα. Αντίο, αντίο αγαπημένε.»

Η εικόνα έσβησε κι έμεινε να κοιτάζει την οθόνη δακρυσμένος. Ξαφνικά ο πλανήτης, που μόλις έφτασε, του φάνηκε ξένος. Πώς θα ζήσει άραγε εκεί, άγνωστος μεταξύ αγνώστων; Γιατί άφησε πίσω του όλες του τις αγάπες; Τι φαντάστηκε ότι θα ζούσε εδώ που δεν θα μπορούσε να είχε ζήσει εκεί; Ένιωσε ένα μούδιασμα από έντονη θλίψη και ανασφάλεια, να απλώνεται στο κορμί του. Ήθελε να κλάψει.

Το φώς στην θερμοκοιτίδα δυνάμωσε αργά – αργά και ακούστηκε το χαρακτηριστικό «κλικ» της απασφάλισης του καπακιού της. Καθώς άρχισε να ανασηκώνεται το θερμομονωτικό κάλυμμα, ένα γνώριμο, δροσερό, νεανικό κι αγαπημένο γυναικείο πρόσωπο, φάνηκε να τον υποδέχεται με ανοιχτή αγκάλη.

Του πήρε αρκετό χρόνο να σταματήσει να κλαίει, με δυνατά αναφιλητά, στην αγκαλιά της, ακούγοντάς την να του ψιθυρίζει «Καλή χρονιά, αγάπη μου!».
Έσμιξαν τα δάκρυά του με τα δικά της…

(Συνεχίζεται)


Διαβάστε σχετικά:

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.