Tο 2015 το “Netflix” με αφορμή την πραγματική ιστορία του δύο φορές καταδικασμένου, (τη μία εξακριβωμένα αδίκως) Steven Avery , λάνσαρε το “Making a Murderer” ένα “true crime documentary”, του οποίου η έκταση δεν περιοριζόταν σε ένα αυτοτελές επεισόδιο. Μέσα από μια ολόκληρη σεζόν δέκα επεισοδίων η σκηνοθέτης ανέλυσε διεξοδικά όλα τα στοιχεία μιας φαινομενικά κλειστής υπόθεσης, εκθέτοντας την «προχειροδουλειά» αλλά και τη διαφθορά ακόμα του δικαστικού αμερικάνικου συστήματος.
Η επιτυχία της σειράς έδωσε νέα πνοή στο είδος και σαν τα μανιτάρια, ξεφύτρωσαν κι άλλες παρόμοιες τηλεοπτικές απόπειρες που στόχο είχαν, από τη μία να ψυχαγωγήσουν το κοινό που φάνηκε να διψάει για τέτοιες ιστορίες και από την άλλη να εξιχνιάσουν άλυτα εγκλήματα αναλαμβάνοντας το έργο της αστυνομίας.
Σε μια κίνηση γενναίου αυτοσαρκασμού το ίδιο το δίκτυο που γέννησε το φαινόμενο, σύστησε στους συνδρομητές τους τον περασμένο Σεπτέμβρη τον «Αμερικάνο Βάνδαλο». Πατώντας ακριβώς στην δομή και τους κώδικες του “Making a Murderer” το “American Vandal”, έγινε το πρώτο ψευδοντοκιμαντέρ του είδους και σατίρισε ανελέητα τον εαυτό του και τους προκατόχους του.
Η αφήγηση ξεκινάει από την αποβολή ενός σεσημασμένου ταραξία ενός επαρχιακού αμερικάνικου λυκείου, ο οποίος κατηγορείται ότι βανδάλισε τα αμάξια εικοσιεπτά καθηγητών του ζωγραφίζοντας πάνω τους ισάριθμα πέη! Από εκεί και πέρα το κουβάρι του μυστηρίου αναλαμβάνει να ξετυλίξει ένας συμμαθητής του φέρελπις κινηματογραφιστής. Παράλληλα με όλες τις πιθανές θεωρίες για το «έγκλημα», μπροστά στο φακό του θα εκτεθεί όλος ο μικρόκοσμος του αμερικάνικου λυκείου και τα παράπλευρα δράματα που βιώνει ο μέσος δυτικός έφηβος.
Με όχημα τους την παρωδία και όπλο τους ένα καυστικό χιούμορ που τσακίζει κόκκαλα, οι δύο δημιουργοί της σειράς Dan Perrault και Tony Yacenda δεν αποδομούν μόνο τη φόρμα του είδους αλλά ταυτόχρονα όλη την ιεραχία της σύγχρονης σχολικής κοινωνίας , συνθέτοντας τελικά το σπαραχτικό πορτραίτο μιας ολόκληρης γενιάς που παλεύει να βρει ή να πλάσει τους ήρωες της στο youtube και το instagram. Χωρίς να γίνονται αφοριστικοί και χωρίς να χάνουν την διασκεδαστική τους ελαφρότητα, παρατηρούν και σχολιάζουν με οξυδέρκεια τις στροφές που ‘χει πάρει η pop κουλτούρα, επανεξετάζοντας το τι ορίζεται ως ψυχαγωγία σήμερα.
Μα το πιο αξιοσημείωτο από όλα είναι πως κατορθώνουν να εμβαθύνουν σε ένα σύνολο χαρακτήρων που οι περισσότεροι συστήνονται ως καρικατούρες στην αρχή, παρασύροντας μας σιγά σιγά να παρακολουθήσουμε με τη δέουσα προσοχή και τη λύση του κεντρικού μυστηρίου, ακόμα κι αν αυτό μας έμοιαζε παιδαριώδες στην εισαγωγή. Αποδεικνύουν έτσι περίτρανα για άλλη μια φορά στην ιστορία της τηλεόρασης, πως τελικά δεν είναι τόσο το θέμα μιας αφήγησης που ιντριγκάρει αλλά η ίδια η τεχνική της.