και τα αυτιά μας
ακούσαμε έκπληκτοι
πως ο καθένας φώναζε την
δική του προσταγή.»
– από τον Νίκο Σταϊκούλη

Είχα ένα όνειρο χθες το βράδυ
πως ήμασταν όλοι ακόμη σε εκείνο το μπαλκόνι,
ένα από αυτά τα πρώτα βράδια
και η συζήτηση- λέει- δεν σταμάτησε ποτέ
και λέγαμε, χωρίς να το ξέρουμε,
για το πώς χτίζεται τέλος πάντων η ζωή
ανήμποροι να καταλάβουμε
ότι οι αναμνήσεις της γεννιούνταν εκείνη τη στιγμή
οι αναμνήσεις για τα πρόσωπα και τις εκφράσεις μας
το πορτοκαλί φως του δρόμου
τα ποτήρια στα χέρια μας που όλο γέμιζαν απ’ τις κοινές στιγμές
και τα απλωμένα πόδια μας στον ουρανό.
Όσο κυλά, χωρίς να περιμένει, ο καιρός
θα ήθελα να επιστρέψω ακόμη μια φορά
σε εκείνα τα δωμάτια που,
αν και δεν μας ανήκαν,
έμοιαζαν τόσο «σπίτι».
Μα όπως κάνω ανακατεύοντας συνεχώς τη μνήμη,
θέλω να μην υπάρχει μέσα τους κανένας άλλος,
κι ακόμη εγώ να βρεθώ εκεί
μόνο σαν ένα ζευγάρι μάτια
-ή ακόμη καλύτερα μόνο σαν ένα βάρος
-
για να διαπιστώσω αν
θα νιώσω πάλι αυτή τη ζέστη που μας έχτισε και τότε,
αν
θα ακούσω ξανά τις φωνές μας να αντηχούν
στους άδειους πλέον τοίχους, ή αν
θα μπορέσω να ξαναστήσω σαν τότε, στις ίδιες θέσεις
τις σκιές μας να περιφέρονται
και να γελούν, ετοιμάζοντας το μέλλον.
Κι είναι αστείο πως φοβούμενοι ακριβώς
αυτή τη ρήση για τα σχέδια και τον Θεό
εμείς με κλειστά τα μάτια
επαναλαμβάναμε μόνο μια προσευχή:
«Μην γίνουν οι στιγμές αυτές δεσμά της νοσταλγίας.»
Μα όταν ανοίξαμε στο τέλος τα μάτια και τα αυτιά μας
ακούσαμε έκπληκτοι πως ο καθένας φώναζε την δική του προσταγή.
Έτσι κατεβάσαμε τα κεφάλια στα πόδια μας
και κρύβοντας τα βλέμματα σε μια αδιαφορία
πήραμε τον κάθε δρόμο.
Μια μόνο προσευχή, κι αυτή δεν εισακούστηκε.
Μία μόνο προσευχή και δεν την εισακούσαμε.
Χαίρομαι μόνο κι ίσως μελαγχολώ,
που τώρα αυτοί οι κενοί
από τα βήματά μας χώροι,
θα υποδεχτούν μιαν άλλη
προσευχή
ένα άλλο σώμα,
ελπίζω πιο έτοιμο, πιο συνετό από εμάς.