– από τον Άγγελο Ήβο
Περί την ενδεκάτην εσπερινήν του Μεγάλου Σαββάτου, ενδεδυμένος με μελανόχρωμα ενδύματα, εβάδιζεν βραδέως προς ιερόν ναόν μικρής τινας πόλεως, ένας άνδρας ωρίμου ηλικίας, μυώδης, λεπτός και υψηλού αναστήματος, με οφθαλμούς σπινθηροβόλους. Το πρόσωπον του ανδρός είχεν χαρακτηριστικά που εθύμιζαν, ίσως εξαιτίας του μικρού, αλλά περιποιημένου, πώγωνος, Ρώσον επιστήμονα που ησχολείτο είτε με την γεωγραφίαν είτε με την παλαιοντολογίαν.
Η νυξ ήτο αληθώς γλυκυτάτη και θερμή, αν και σχετικώς νεφελώδης. Ο δε αήρ, που έπνεεν ανεπαισθήτως, μετέφερεν εις τους ρώθωνας του ανδρός αρώματα από άνθη πασχαλιάς, βιολέτας και ρόδων, οσμην από πυρίτιδα και θειάφι, καθώς και βαρέα αρώματα γυναικών.Κατά διαστήματα ο ανήρ διέκοπτεν την πορείαν του και, ανασηκώνοντας ελαφρώς την κεφαλήν, οσμίζετο την ατμόσφαιραν ίνα εντοπίσει, μεταξύ τόσων πολλών οσμών, το άρωμα του σώματος που ανεζήτει. Εις έναν προσεκτικόν παρατηρητήν των συμβάντων ο ανήρ εκείνος θα ημπορούσε άνευ δυσκολίας να παρομοιαστεί με μαύρον ιαγουάρον που προοεχώρει εις τμήμα πυκνής και αδιαπεραστου ζούγκλας του Αμαζονίου, αναζητώντας το ανυποψίαστον θήραμα.
Προσεγγίσας ο άγνωστος ανήρ το προαύλιον του ναού, εκινήθη προς το μικρόν δασύλλιον εκ πεύκων και εισχωρήσας εστάθη ακίνητος πλησίον κορμού τινός. Έμπροσθέν του συνωστίζετο το εκκλησίασμα, το οποίον μετά κατανύξεως και χαρμολύπης παρηκολούθει την αναστάσιμον λειτουργίαν. Δια μιας τελικής ανιχνεύσεως του αέρος κατευθύνθη αθορύβως προς μίαν ομάδαν πιστών. Παρέκαμψεν ορισμένα παιδάρια και τελικώς εστάθη ακριβώς οπίσω μιας οικογενείας ενοριτών, η οποία είχεν προσέλθει εις τον ναόν πανστρατιά, δηλαδή μετά των δυο γονέων, των δύο προγόνων των και των δυο τέκνων. Τα εξ μέλη της οικογενείας εστέκοντο παραλλήλως εις την κατώτατη βαθμίδα της μαρμάρινης κλίμακος που οδηγούσε προς την πύλην του ναού.
Η πηγή του αρώματος που εγύρευεν ήτο πλέον εξαιρετικά έντονος και ισχυρά και προσέκρουεν επί της υπάρξεώς του κατά κύματα επάλληλα. Εξεπέμπετο εκ του ενός τέκνου, δηλαδή εκ μιας γυναικός νεοτάτης, εμφανώς περί του εικοστού πέμπτου έτους της ηλικίας, η οποία ήτο ενδεδυμένη με ένα εξόχως απαλό και χαλαρόν λευκόν φόρεμα.
Η εσπερινή αύρα η οποία έπνεε από τα νώτα αυτής, εκινούσε το φόρεμά της κατά ριπάς, επιτρέποντας εις τον άνδρα να διακρίνει τα θαυμαστά και σφριγηλά οπίσθια, καθώς και τους ραδινούς εκείνης μηρούς, οσάκις το φόρεμα εισχωρούσε μεταξύ των ποδών της, ωθούμενον παρά του ελαφρού ανέμου. Υπό το ελάχιστον φως ο ανήρ ηδύνατο να θαυμάσει και την γυμνήν εκείνης πλάτην ήτις δεν εκαλύπτετο υπό του φορέματος, καθώς επίσης και τον κύκνειον λαιμόν αυτής. Η νέα τω όντι είχεν ανασηκωμένους τους καστανούς και χρυσούς βοστρύχους της κόμης της, αφήνουσα τοιουτοτρόπως τον τρυφερό της τράχηλον να αναδύεται εκ των ώμων της ως μίσχος εξωτικού άνθους.
Ο ανήρ κινούμενος ανεπαισθήτως ως σκιά επλησίασεν έτι περισσότερον την νέαν και απήλαυσεν επί ορισμένας στιγμάς μια πανδαισία οσμών η οποία διεχέετο εκ του σώματός της και η οποία ήτο εν, εξίσου εκρηκτικόν με την πυρίτιδα των μεγάλων κροτίδων, μίγμα ιδρώτος και υγρών πόθου. Άνευ δευτέρας σκέψεως και δισταγμού ο ανήρ έκαμεν το τελικόν βήμα, φέρων το σώμα του εφαπτόμενον με τα νώτα της νέας. Ήτο δε η κλίμαξ επί της οποίας η νέα εστέκετο εις τοιούτον ύψος, ώστε τα ποθητά οπίσθιά της να εφάπτονται με το υπογάστριον αυτού.
Αρχικώς η νέα ενοχλήθη και εξεπλάγη. Έστρεψεν την κεφαλήν αυτής ίνα ίδη τον άνθρωπον, νομίζουσα προφανώς ότι πιστός τις εκ του εκκλησιάσματος ωθούσε άνευ ευγενείας προκειμένου να προσεγγίσει πλησιέστερον εις τον ναόν. Την στιγμήν όμως εκείνην κατά την οποίαν τα όμματά της εβυθίσθησαν εις τα όμματα του ανδρός συνετελέσθη συμβάν μοναδικόν και απροσδόκητον: τα δύο ζεύγη ομμάτων συνευρέθησαν ερωτικώς και οδηγήθησαν εις ακαριαίον οργασμόν, ενώθησαν δια μιας, ωσάν να επρόκειτο περί αρχεγόνων μετάλλων και πετρωμάτων που ετήκοντο εντός του κρατήρος καποιανού ερωτικού ηφαιστείου και εγένοντο μια ουσία, μια σαρξ, μια επιθυμία ως καυτόν μάγμα. Η νέα έστρεψεν πάλιν την κεφαλήν προς τον ναόν.
Ταυτοχρόνως ησθάνθη μίαν ισχυράν πίεσην επί των απαλών οπισθίων της και εννόησεν ότι ο φαλλός του ανδρός, εγερθείς προ πολλού, εζήτει αυτήν ανυπομόνως. Παραχρήμα η δεξιά χειρ του ανδρός ήγγιξεν τον δεξιόν αυτής μηρόν, εχάιδευσεν αυτόν περιπαθώς και ήρχισεν αναβαίνουσα έως της λεκάνης της. Αποτόμως τότε η χειρ του ανδρός εκατέβη εκ νέου και εισεχώρησεν με ταχύτηταν κόμπρας κάτωθεν του λευκού φορέματος. Τα δάκτυλα του ανδρός έφθασαν έως του εσωρούχου και αφού επ’ ολίγον περιεπλανήθησαν εις τας δαντέλας αυτού, εισέδυσαν εις τα ενδότερα.
Αρχικώς τα δάκτυλα εχάθησαν εις εκείνης το μικρόν μα εξόχως πυκνόν ηβικόν άλσος και είτα ήρχισαν να κολυμβούν εις τον ορμητικόν ποταμόν που επήγαζεν εκ του μεταξωτού της αιδοίου. Η νέα αναγκαζομένη να σιωπά ίνα μην γίνει αντιληπτή παρά των γονέων της και κυρίως παρά του πάππου και της προμάμμης της, αναμεσίς των οποίων εστέκετο και αναγκαζομένη συνάμα να ακινητεί, ημπόρεσεν μόνον να κάμψει τον αριστερόν βραχίονα αυτής και να προσκολλήσει τον καρπόν της (μετά του οποίου εκράτει την λαμπάδαν), επί του εξόχου και βαρέως στήθους της, ασυνειδήτως ίνα αντικαταστήσει τας χείρας του άνδρα.
Δια μιας ταχυτάτης κινήσεως ο ανηρ, έφερεν και την αριστεράν αυτού χείρα κάτωθεν του φορέματος και ετράβηξεν το μικρόν εσώρουχον της νέας σχεδόν έως των τρεμόντων πλέον γονάτων της. Κατόπιν απέσυρεν ξανά τας χείρας του και αφού εξήγαγεν εν μικρόν εγχειριδιον εκ του πανταλονίου του, απέκοψεν βιαίως το εσώρουχον και το ενεταφίασεν κυριολεκτικώς εις μίαν τζέπην αυτού.
Αμέσως κατόπιν ο ανήρ προσεκολλήθη πεσισσότρον επί της νέας και, επωφελούμενος του γεγονότος ότι οι παριστάμενοι συγγενείς και άλλοι πιστοί είχον κυριολεκτικώς απορροφηθεί εκ της σταδιακής κορυφώσεως της λειτουργίας και ουδέν άλλον επρόσεχον, ανεσήκωσεν το φόρεμα αρκούντως και δια των χειρών του αμφοτέρων ήρχισεν να ψαύει τα οπίσθια της νέας.
Ταυτοχρόνως ήρχισεν να ομιλεί περιπαθώς εις το ους της, λέγων εις αυτήν λόγους ακατονομάστους, ότι ήθελε να την γαμήσει, να την ξεσκίσει, να της χώσει το ραντισμένον από το μουνί της σλιπάκι στο λαρύγγι, να χύσει στα βυζιά της και τοιαύτα αισχρά. Ένα δε εκ των δακτύλων του εστάθη εις τον μικρόν αυτής εχίνον και εχάιδευεν αυτόν διακαώς ώσπου εχώθη κατά μερικά ολίγα εκατοστα εις την σοδομικήν πύλην, ενώ ταυτοχρόνως τα χείλη και οι οδόντες του ανδρός προσεκολλήθησαν επί του τραχήλου της ακριβώς εις την βάση της κόμης της.
Ρεύμα ηλεκτρικόν διεπέρασεν την γυναίκα, ήτις ουδεπότε είχεν έως τότε διαισθανθεί ότι διέθετεν περισσότερα του ενός αιδοία. Η νέα απελευθερωθείσα εκ του εσωρούχου και ηδονιζομένη σφόδρα από το δάκτυλον ήνοιξεν έτι περισσότερον τους πόδας αυτής. Αφού δε επήρεν εις το ίδιον χέρι λαμπάδα και τσάνταν, αφέθη εις μίαν άκρως θρησκευτικήν στάσην: φέρουσα την μικράν παλάμην της επί του αριστερού στήθους, δήθεν ωσάν να προσεύχετο, επίεζεν αυτό έως ότου η τρυφερά ως αγριοφράουλα θηλή της εσκληρύνθη και μετετράπη εις σκληρόν ρουμπίνιον.
Ο ανήρ συνεχίζων τας μαλάξεις επί των οπισθίων της και τα φιλήματα επί του λαιμού και του ωτός, και διαισθανόμενος ότι η νέα ευρίσκετο πλησίον της τελικής της εκρήξεως, εξεκούμβωσεν το πανταλόνιον του και δράξας τον φαλλόν αυτού, τον ακούμβησεν επί των οπισθίων της ερωμένης του. Τούτα δε συνέβαιναν κατά την στιγμήν που ο ιερεύς έψαλλεν το « δεύτε λάβετε φως».
Συνέπεσεν δε ώστε το φως που μετεδίδετο από κερί εις κερίον και από λαμπάδα εις λαμπάδαν και το οποίον εγέμιζεν την νύκτα δια μικρών και θερμών λάμψεων να ομοιάζει με το σώμα της νέας ήτις εκαίετο υπό του πάθους: άπειραι φλόγαι ήναπτον και εις την ύπαρξήν της την εσωτέραν. Εκαίοντο υπό του πάθους τα οπίσθια και η κοιλία της, τα στήθη της και τα χείλη τα γόνατα και ο λαιμός αυτής. Εφλέγετο ολόκληρος ως δας.
Η νέα εγκατέλειψεν την τριβή του αριστερού στήθους και έφερεν και τα δύο χέρια έμπροσθεν της κοιλίας της. Το χέρι που εκράτει λαμπάδα και τσάντα εκαλύπτεν από τα όμματα των αδιακρίτων το άλλο με το οποίον η νέα εχαίδευεν πλεον την υποκάτω του ενδύματός της ευρισκομένην σκιρτούσα λαμπάδα του ανδρός. Και ήτο η πρωτη φορά εις την ζωήν της κατά την οποίαν εκράτει από την κεφαλήν μιαν λαμπάδαν αληθινήν, μιαν λαμπάδαν αληθώς αναστάσιμη.
Ο φαλλός του ανδρός λοιπόν προσετρίβετο μανιωδώς επί της νεανικής σαρκός ως είδος εκπληκτικού εκκρεμούς, ενώ ταυτοχρόνως εψαύετο και περιεσφίγγετο από τα κρινοδάκτυλα της γυναικός. Τα χείλη της νέας είχον πλέον ανοίξει και η κεφαλή της έκυπτεν προς τα οπίσω ωσάν να εθεώρει εις τους ουρανούς την συντέλεσιν ενός θαύματος, ωσάν να ανέμενεν εντός των χειλέων της τον θεικόν φαλλόν αρχαγγελου τινός.
Τω όντι κατά την θαυμαστήν αυτήν στιγμην της νυκτός η γυνή είχεν το δάκτυλον του ανδρός εις την σοδομικήν και ωραίαν πύλην της, είχεν εις τα δάκτυλα αυτής έναν ασπαίροντα φαλλόν, ο οποίος ταυτοχρόνως εβρέχετο υπό των ροδαλών χειλέων του αιδοίου και είχεν εν τη διανοία της τον θηριώδη και πάναγνο φαλλό του αρχαγγέλου εντός του στόματος.
Μετά πάροδον ολίγων δευτερολέπτων η κεφαλή του φαλλού ηύρεν την κάθυγρον είσοδον του μικρού αιδοίου και εισέδυσεν. Τα δύο σώματα οδηγήθησαν εις ακαριαίαν πυράκτωσιν. Εκ της προηγηθείσης εντάσεως οι δύο εγνώριζαν καλώς ότι δεν υπολείπετο περισσότερος χρόνος. Καιόμενος ο ανήρ απέσυρεν τον φαλλόν του εκ της ταραχώδους εκείνης λίμνης και απέθεσεν αυτόν πάλιν επί των γλουτών της νέας οι οποίοι επάλλοντο από μαρμαρυγάς πάθους ως άλλωστε και ο φαλλός.
Κατά το επόμενον δευτερόλεπτον που ο ιερεύς ανέκραζεν θριαμβευτικώς «Χριστός Ανέστη» ένας χείμαρρος εξεπήδησεν από τα εγκατα της κοιλίας της νέας και ήρχισεν να κυλά επί του εσωτερικού των μηρών της. Ταυτοχρόνως ένας πίδαξ σπέρματος ετινάχθη προς τους ουρανούς κάτω από τον δαιμονιώδη θόρυβο κροτίδων και βεγγαλικών και εν μέσω λάμψεων πρασίνων, αλλά και κιτρίνων και ερυθρών.
Ο πίδαξ, ως ζωντανός οργανισμός, ως θαυμαστός οκτάπους, εράντισεν τα οπίσθια της νεαράς και αναρριχήθηκε επί της πλάτης της. Εκείθεν, αφού εσχημάτισεν δρόμους δαιδαλώδεις ανήλθεν επί των ώμων της. Μία δε ρανίς εκύλησεν ως μικρός οπάλιος λίθος επί του ταραγμένου της στήθους, ετέρα εστάθη επί του τραχήλου της και άλλες ως ακριβοί περλίτες εχάθησαν εις τους βοστρύχους της κόμης της.
Ενώ ταύτα εγένοντο οι συγγενείς της νεαράς, έμπλεοι χαράς, ήρχισαν να ασπάζονται ο εις τον άλλον και να εύχονται αλλήλους. Καθώς δε η ατμόσφαιρα ήτο χαρμόσυνος οι ασπασμοί επεκτείνοντο και προς τους εγγύς ευρισκομένους πιστούς ενορίτας.
Δράξασα της ευκαιρίας η κόρη έστρεψεν ολίγον προς τα οπίσω και ησπάσθη τον άνδρα δις εις τας παρειάς. Ήτο όμως ο ασπασμός ετούτος, δια καθένα όστις γνωρίζει από ερώτους και πάθη, περισσότερον από τυπικός. Τα χείλη των δύο είχον έρθει εις αστραπιαίαν επαφήν και οι αστέρες του ουρανού αντελήφθησαν εκ του είδους του ασπασμού ότι οι ερασταί θα ευρίσκοντο εκ νέου με την πρώτην δοθείσαν αφορμήν και ότι η ανάστυσις θα ήτο βεβαία.
Εξώφυλλο : Άγγελος Ήβος
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίβυκος
Μια σκέψη σχετικά μέ το “«Ανάστασις», παραλλαγή σε ανέκδοτο διήγημα του Αλέξανδρου Παπασμαράγδη”