Ο τίτλος της ποιητικής αυτής συλλογής είναι παρμένος από τη μουσική ορολογία, όπου «ταξίμι» είναι ο αυτοσχεδιασμός του εκτελεστή ενός μουσικού οργάνου. Μια βαθιά κι αληθινή κουβέντα του μουσικού με τον ακροατή του. Όπου του εξιστορεί τα «δικά του» και του διηγείται όλα όσα τον παιδεύουν, τον τροφοδοτούν, τον απαρτίζουν. Κι ο άλλος, αν έχει τ’ αυτιά και τις αισθήσεις του ανοιχτές, αποκωδικοποιεί και βρίσκει τις ομοιότητες με τη δική του ιστορία.
Επιχείρησα έτσι, χρησιμοποιώντας τον όρο αυτό της μουσικής, έναν παραλληλισμό με τον αυτοσχεδιασμό του ποιητή και το «αλισβερίσι» του με τον αναγνώστη του. Στην επικοινωνία που γεννιέται ανάμεσά τους.
Τα ΤΑΞΙΜΙΑ είναι ένα κράμα σκέψεων, ανησυχιών, φόβων, αναμνήσεων, επιθυμιών. Η μουσική εδώ, γεννάει ποίηση! Είναι κολλημένη πάνω στον άνθρωπο και στενά δεμένη με τη φύση του, ακόμα κι όταν δεν το αντιλαμβάνεται. Είναι η δύναμη και το εργαλείο της απελευθέρωσής του και της άφοβης έκφρασής του. Η συλλογή αυτή αφιερώνεται στους ανθρώπους που ζουν με τη μουσική. Κι αν δεν ήταν ποιητική συλλογή, θα ήταν ένας ποιητικός μονόλογος όπως αυτός:
«Με πιάσανε στα σύνορα να κουβαλάω λαθραία την Άνοιξη. Ήταν άμαθοι κι ανυποψίαστοι. Στην παλάμη μου είχα όλες τις απαντήσεις που έψαχναν. Χαραγμένες. Το μέλλον και το παρελθόν μου. Το κάρμα το δικό μου και της νύχτας. Εσύ θαρρείς πως η νύχτα βολεύεται στο σκοτάδι. Εγώ σου λέω πως κάθε που χάνεται το φως, εκείνη λιγοθυμάει και κάνει να πεθάνει σιγοτραγουδώντας. Ψάχνοντας το φιλί που, αν δεν το πάρει, αρρωσταίνουν τα χείλη της, ματώνουν και τρέχουν. Σαν την ψυχή που ξηλώνει και τρέχει και πλημμυρίζει ο δρόμος νερά, να πλένεται ο κόσμος ο περαστικός.
Δώσε μου έναν στίχο, μόνο έναν στίχο. Θέλω να κορέσω την πείνα μου. Νιώθω – σου εξομολογούμαι, να – νιώθω σαν αγρίμι πεινασμένο που του φορέσαν ρούχα ανθρώπινα και στέκεται στις ουρές, κάτω απ’ τον ήλιο με το άδειο του τσαλακωμένο σκεύος, στο συσσίτιο του μεσημεριού.
Κοιτάζω αδιάφορα μα με κοιτούν περίεργα. Αρρωσταίνω. Ξέρω το φάρμακό μου και πάντα το παίρνω και πάντα λιώνω από τις παρενέργειες. Νιώθω πως αγριεύει ο κόσμος ο τεράστιος, γίνονται αδηφάγα τα σταυροδρόμια, σαρκοφάγα τα δάση και γεμάτα κορμιά οι έρημοι. Κορμιά σαν στάχυα σπαρμένα ανάποδα, με τα πόδια στ’ άστρα και τα μυαλά στις ρίζες.
Αχ και να ‘μουν κορδελίτσα κρεμασμένη σε δοξάρι! Κι εγώ κι εσύ. Να μας πηγαινοφέρνει ο άνεμος, να μας σμίγει στιγμιαία και να νιώθω τ’ αγγίγματά σου. Να σου μπήγω στ’ αυτιά τα λόγια μου, ξεσκαλώνοντας από τα ίσαλα των χειλιών την αλήθεια μου.
Εκείνη που πόθησα, αγάπησα και την έκρυψα στα φύλλα της μέσα προσεκτικά από τους αδιάκριτους ξένους. Δεν έχουν χρόνο για να της φερθούν καλά αυτοί. Πάνε κι έρχονται τυλιγμένοι σε κουκούλια, φουσκωμένα πάντα, λίγο πριν τη διάρρηξή τους. Μισότρελοι κι απεγνωσμένοι, νοιάζονται μόνο για τη δική τους αλήθεια.
Μάθε πως φοβάμαι. Έχω δει πόσο ποθεί το στόμα του Άδη λίγη ζωή και τρομάζω μ’ εμένα που τον λυπάμαι. Στέκεται κάτι φορές εκεί, σαν ξυλαράκι της θάλασσας που αιωρείται κάτω από ένα στρώμα νερού, αναποφάσιστο. Τόσο βαρύ ν’ ανέβει, τόσο ελαφρύ να βυθιστεί. Μάθε πως σέρνω ξωπίσω μου ένα δύστροπο κοριτσάκι, κι αντί να μου φυτρώσουν στη ράχη φτερά που θα με σώσουν, εγώ μπερδεύω τα βήματά μου γιατί έχω πόδια πολλά.
Άλλα τα ζεσταίνω στις μάλλινες μέσα κάλτσες μου, άλλα με στηρίζουν στο δρόμο μου για ‘σένα κι άλλα τα γυρεύω στα χωράφια και στις εθνικές οδούς και στις σχάρες των υπονόμων. Τρέμω μην τα συνθλίψουν οι νταλίκες χαράματα και σωριαστώ όπου βρίσκομαι. Μάθε πως με πονούν τα μάτια μου και ζω σαν τον τυφλό που έχει παρηγοριά την αφή του…
Αν βρεις στο δρόμο τα μάτια μου, αναγνώρισέ τα και φέρ’ τα μου, πλυμένα στο τρεχούμενο νερό, γυαλιστερά κι ολόμαυρα, με τις ουρίτσες τους πεσμένες στο πλάι. Φόρεσέ τα μου στοργικά. Δάκρυα με φτερά! Να δω, ν’ αντικρίσω την αγωνία της θάλασσας για το φεγγάρι που πνίγεται μέσα της όσο εσύ, αδαής, του γράφεις ποιήματα. Να δω και τη συμπόνια της γης για ΄σένα που σε καταπίνει.
Εσένα, που σιχαινόσουν τόσο τις λάσπες της στα καλά σου τα παπούτσια. Μάθε πάλι πως πιστεύω σε αλάτρευτους αλκοολικούς Θεούς και πάντα σταυροκοπιέμαι κι υποκλίνομαι στην ανημπόρια τους να κάνουν θαύματα και στην αφέλειά τους, που τους ρίχνει σαν ζεστή τροφή σε απατεώνες. Όπως κι εμάς, που πληρώσαμε ένα πανάκριβο εισιτήριο για μια δωρεάν είσοδο.
Μάθε με. Διάβασέ με και διάβασέ μου. Δικαιολόγησε με, να σε δικαιολογήσω.
Συγχώρεσέ με, να σε συγχωρήσω.
Κι έπειτα, άσε να καθίσω δίπλα σου στην κούνια της . σκόνης του δρόμου, να πηγαινοερχόμαστε μαζί σαν το εκκρεμές κάτω από τη βροχή των φεγγαριών. Θα δεις να φέγγουν οι τιράντες εκείνου του άντρα, τα χείλη εκείνης της γυναίκας, το καπέλο σου, τα βραχιόλια μου, τα γυαλιά μας…
Ξέρεις; Κι αν δε γίναμε βασιλιάδες, δεν πειράζει. Σιγά τον πολυέλαιο!»
ΤΙΤΛΟΣ: ΤΑΞΙΜΙΑ
Συγγραφέας: Ευτυχία Μισύρη
Σελ. 48.
ISBN: 978-618-83036-0-7
Εκδόσεις: ΠΝΟΗ