– από την Εύη Δουργούτη
Πέταξε με δύναμη το κρυστάλλινο ποτήρι στον τοίχο απέναντί του κι εκείνο σκόρπισε σε μυριάδες μικροσκοπικά κρυσταλλάκια, μουσκεύοντας με το αλκοολούχο περιεχόμενό του τον τοίχο και το χαλί… Έπειτα σωριάστηκε στην πολυθρόνα πίσω του και ξέσπασε σε λυγμούς, κρύβοντας το πρόωρα γερασμένο του πρόσωπο στις χούφτες του. Σαν το ποτήρι, έτσι, σε χίλια κομμάτια είχε διαλυθεί και η ζωή του από τη μια στιγμή στην άλλη. Όχι, δεν μπορούσε να αντέξει άλλο.
Έπειτα από ώρα σήκωσε αργά το κεφάλι του αποκαμωμένος με μάτια κατακόκκινα από το κλάμα, την αϋπνία και το ποτό κι άφησε τη ματιά του να πλανηθεί αδιάφορα στο σκοτεινό δωμάτιο που φωτιζόταν αμυδρά από το αρρωστιάρικο κίτρινο φως της λάμπας έξω από το παράθυρό του. Όλα είχαν μείνει όπως τα είχε αφήσει εκείνη… Μόνο η σκόνη είχε προστεθεί, καλύπτοντας μ’ ένα λεπτό στρώμα τα πάντα γύρω του.
Έψαξε μηχανικά στο στρογγυλό τραπεζάκι δίπλα του για το πακέτο με τα τσιγάρα του και τράβηξε βίαια σχεδόν το τελευταίο τσιγάρο. Καταραμένο τσιγάρο! Πόσο απαραίτητο του είχε γίνει. Χρόνια ολόκληρα ήταν ο πιστός του φίλος, στα καλά και στα άσχημα. Πόσα χρόνια να ήταν άραγε; Είκοσι μπορεί και είκοσι πέντε. Δεν θυμόταν πια. Κι ούτε τον ένοιαζε άλλωστε.
Η φλόγα του αναπτήρα φώτισε στιγμιαία το κουρασμένο πρόσωπό του και σ’ αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα φάνηκαν όλος ο πόνος και η απόγνωση που φώλιαζε στα καταπράσινα μάτια του. Ρούφηξε λαίμαργα τον καπνό που πλημμύρισε τα πνευμόνια του και με αργές κινήσεις έφτασε μπροστά στο παράθυρο.
Με μια απότομη κίνηση παραμέρισε την κουρτίνα και στύλωσε τα μάτια του στο δρόμο. Ψυχή δεν υπήρχε. Το κρύο στα τέλη του Γενάρη ήταν τσουχτερό αφού ο υδράργυρος είχε κάνει ελεύθερη πτώση αρκετά κάτω από το μηδέν. Μόνο ένας τρελός θα κυκλοφορούσε περασμένες τέσσερις και με τόσο κρύο.
Πόσο ταίριαζε αυτή η κρύα νύχτα με την καρδιά του! Η δύστυχη είχε παγώσει στο άκουσμα εκείνης την φριχτής είδησης. Πάγωσε και δεν μπόρεσε να ζεσταθεί ποτέ ξανά κι ας είχε περάσει ένας χρόνος. Ένας ολόκληρος χρόνος χωρίς εκείνη δίπλα του. Χωρίς το γέλιο της, τη μυρωδιά της, την ανάσα της καθώς κοιμόταν στην αγκαλιά του…
Σε λίγες μόνο ώρες θα ξημέρωνε η καταραμένη μέρα. Η μέρα που εκείνη έφυγε για πάντα από κοντά του. Όχι, δεν το άντεχε. Δεν άντεχε να δει το ξημέρωμα αυτής της μέρας, της ίδιας μέρας που έναν χρόνο πριν του στέρησε τα πάντα…
Πίεσε με δύναμη το μισοκαπνισμένο του τσιγάρο στο γεμάτο σταχτοδοχείο, λιώνοντάς το κάτω από το δάχτυλό του και άνοιξε δυνατά το παράθυρο.
Ο παγωμένος χειμωνιάτικος αέρας μπήκε ορμητικά στο δωμάτιο που μύριζε κλεισούρα, αλκοόλ και τσιγάρο και του έκοψε στιγμιαία την αναπνοή. Κοντά δέκα μέρες εισέπνεε μόνο πίσσα και νικοτίνη και το ευεργετικό οξυγόνο που ξεχύθηκε στο δωμάτιο του έκαψε το λαιμό, φέρνοντάς του δάκρυα στα μάτια γι’ άλλη μια φορά.
Έναν ολόκληρο χρόνο έκλαιγε. Έκλαιγε κι έπινε. Έπινε και κάπνιζε. Είχε καταντήσει σκιά του εαυτού του. Μα αδιαφορούσε… Όλη του η ζωή είχε σταματήσει τη μέρα που του ανακοίνωσαν πως εκείνη είχε φύγει από τη ζωή, όταν το αυτοκίνητό της τυλίχθηκε στις φλόγες μετά από σφοδρή σύγκρουση με άλλο αυτοκίνητο. Κι ούτε τον άφησαν να τη δει, να την αποχαιρετήσει, να τη φιλήσει τελευταία φορά. «Καλύτερα να τη θυμάσαι όπως την είχες δει την τελευταία φορά.» του είπαν κι εκείνος δεν έφερε καμιά αντίσταση αφού δεν είχε πια δυνάμεις. Μέσα του είχε πεθάνει κι αυτός, νεκρώθηκαν όλα ξαφνικά.
Αχ, αυτή η τελευταία φορά… Δεν μπορούσε να φύγει με τίποτα από το μυαλό του. Τελευταία φορά την είχε δει το ίδιο πρωί όταν με δάκρυα χαράς στα όμορφα μάτια της του ανακοίνωσε πως περίμενε παιδί, το παιδί τους… Την έσφιξε με όλη του τη δύναμη στην αγκαλιά του συγκινημένος, κλαίγοντας σα μωρό. Κοντά έξι μήνες μετά το γάμο τους, είχε έρθει το πιο όμορφο δώρο. Κάτι που ήθελαν πολύ και οι δυο από την πρώτη στιγμή.
Κι ύστερα τον φίλησε βαθιά, δείχνοντάς του όλη της την αγάπη, σα να ήξερε πως αυτό ήταν το τελευταίο τους φιλί και κίνησε για το χωριό της. Ανυπομονούσε να ανακοινώσει την ευχάριστη είδηση στους γονείς της. Μα δεν πρόλαβε… Κι εκείνος είχε μείνει να την χαζεύει που απομακρυνόταν κι έπειτα κίνησε ευτυχισμένος για τη δουλειά του ανυπομονώντας να τη σφίξει το βράδυ ξανά στην αγκαλιά του. Πόσο ευτυχισμένος και πόσο τυχερός ένιωθε!
Δυο ώρες αργότερα χτύπησε το τηλέφωνο κι ύστερα όλα άλλαξαν, πάγωσαν, νέκρωσαν. Όλη η προηγούμενη ευτυχία διαλύθηκε μονομιάς κι έμοιαζε τόσο μακρινή, άπιαστη σχεδόν… Αλήθεια, πως μπορούσε να ζει αφού εκείνη, που ήταν όλη του η ζωή, δε βρισκόταν πια στη ζωή κι είχε πετάξει μακριά του; Μα κι αυτός δε ζούσε… Μόνο ανέπνεε, μηχανικά, από συνήθεια. Μα δεν άντεχε άλλο. Έπρεπε να μπει ένα τέλος σ’ αυτό το μαρτύριο.
Προχώρησε αποφασιστικά κι άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου του. Έπιασε στα χέρια του το κρύο μέταλλο και η ψύχρα του ξεχύθηκε σ’ όλο του το κορμί κάνοντάς τον να ανατριχιάσει. Για μια απειροελάχιστη μόνο στιγμή δίστασε μα κούνησε το κεφάλι του διώχνοντας μακριά τις αμφιβολίες. Όχι, αυτή ήταν η μόνη λύση, το ήξερε, το είχε αποφασίσει.
Πλησίασε ξανά το παράθυρο και το μαύρο σαρανταπεντάρι έλαμψε απειλητικά κάτω από το φως της λάμπας. Έστρεψε το βλέμμα του μακριά κι διέκρινε τα πρώτα σημάδια της αυγής. Χάραζε. Το φως του ήλιου πρόβαλλε δειλά παλεύοντας να διώξει μακριά το σκοτάδι και να επικρατήσει σκορπίζοντας το γλυκό του φως στην πλάση. Σε λίγο η νύχτα θα παραχωρούσε τη θέση της στην καινούρια μέρα, στο φως, στην ελπίδα… Μα δεν άντεχε να αντικρίσει τη συγκεκριμένη καταραμένη μέρα…
Χαμογέλασε μελαγχολικά καθώς σκέφτηκε πως αυτή ήταν η τελευταία του νύχτα. Αυτό ήταν λοιπόν, τέλος. Σήκωσε αργά το μαύρο πιστόλι κι ακούμπησε το κρύο μέταλλο στο δεξί του κρόταφο. Αναστέναξε. «Έρχομαι.» ψιθύρισε μόνο κι έκλεισε τα μάτια του. Μια στιγμή αργότερα η θριαμβευτική κραυγή του πιστολιού υποδέχτηκε τις πρώτες αχτίδες του ήλιου.
Εκείνος πετάρισε για λίγο τα μάτια κι ύστερα έπιασε με λαχτάρα το χέρι που εκείνη του άπλωσε πλησιάζοντάς τον με γρήγορα βήματα. Αγκαλιασμένοι στάθηκαν να αντικρίσουν την ανατολή της χειμωνιάτικης μέρας κι ύστερα πιασμένοι χέρι-χέρι κι απόλυτα ευτυχισμένοι έφυγαν για να ζήσουν τη ζωή που είχαν ονειρευτεί. Επιτέλους! Δεν θα περνούσε άλλη νύχτα μόνος…