– από την Τότα Βελισσάρη

Ξεμεινεμένη σε μια προσδιορισμένη γωνία ενός προσδιορισμένου ραντεβού σε κατάσταση βαρετής αναμονής και αναμενόμενης βαρεμάρας.. κάπου στο Κουκάκι ..ο ήλιος στα καλύτερά του καταμεσής, που λένε και οι γνώστες του ουρανού, να μας προετοιμάζει για το βασανιστικό, θερμοκρασιακά πάντα, καλοκαίρι που ακολουθεί, μιας και 30 βαθμοί για Απρίλη δεν κολλάει, πώς να το κάνουμε..Έπιασα σκιά.
Ευτυχώς η βεράντα της παρακείμενης πολυκατοικίας ήταν ιδανικό, αν και τσιμεντένιο, τεντόπανο για να αποφύγω την ηλίαση, αλλά όσο και να ήθελα να αποφύγω την υπέροχη, κατά τ΄άλλα, μυρωδιά από τα ανθισμένα δέντρα δεν μπορούσα. Η μύτη μπούκωνε και τα μάτια έτσουζαν ..θα την παλέψουμε και φέτος, σκέφτηκα, άνοιξη -λέμε τώρα- είναι θα περάσει.
Σε γυάλα δεν γίνεται να μπω αν και στην επομένη ζωή μου με βλέπω ξεκάθαρα χρυσόψαρο σε κάποιο ενυδρείο, λόγω μνήμης ..τι να την κάνω, μου βγήκε ξεδιάντροπα επιλεκτική, συνήθως, κρατεί αυτά που δεν θέλω αλλά, δυστυχώς, το κουμπί delete στον εγκέφαλό μου δεν το ‘χω ακόμα εντοπίσει…
Κόσμος παντού! Αυτοκίνητα, μηχανάκια, λεωφορεία, τουρίστες, μεγάλη φίρμα πλέον το Κουκάκι εξ’ ου κι ο λόγος του ρβ όπως μου αρέσει να το γράφω σε συντομογραφία, με βαλίτσες καπελαδούρες, νοικοκυρές με ψώνια, ψώνια σκέτα μόνα τους, παιδαρέλια, γάτες, δεκοχτούρες…και για να μην τα πολυλογώ, ζωή παντού όλων των ειδών κι όλων των ηλικιών κι εγώ στη γωνία να περιμένω, χαζεύοντας αμήχανα ωσάν κανονική χαζή, μια συνηθισμένη μέρα σε μια μεγαλούπολη.
Ξαφνικά ξεχωρίζω μια κεφάτη παρέα σχολιαρόπαιδων, όλα αγόρια, με την κλασική φράντζα που είναι must της εποχής, να πλησιάζει προς το μέρος μου κατεβαίνοντας κάθετα το πεζοδρόμιο που στεκόμουν σαν γλάστρα… ασυναίσθητα τα κοίταξα και χαμογέλασα. «Πόσο να είναι…» σκέφτηκα «..χμμ έκτη δημοτικού, άντε πρώτη γυμνασίου, άντε βαριά δευτέρα όπως ο γιος μου …μπα δεν νομίζω είναι μικρότερα αυτά ..» κι αυτά όλο πλησίαζαν μέχρι που με προσπέρασαν και άθελα μου έγινα κλέφτης της ατάκας που έτυχε να πέσει στο ‘’τραπέζι’’ της συζήτησής τους με προφανώς άγνωστο, προς έμενα, θέμα .
«Ρε εγώ όταν γίνω γέρος και πάω 35…» Μέχρι εκεί. Ειλικρινά, μέχρι εκεί μπόρεσα να ακούσω, εκτός κι αν άκουσα και κάτι άλλο. Απλά στην λέξη 35 κόλλησε, ή καλυτέρα, σταμάτησε το μυαλό μου να λαμβάνει την πληροφορία. Με προσπέρασαν, έστριψαν κι εγώ απέμεινα εκτός από αμήχανη και χαζά ηλίθια (που ήμουν ήδη), αποσβολωμένη, να σκέφτομαι τι είπε τώρα …τι είπε τώρα ..και κυρίως πώς το είπε. Αυτό ήταν που με έκαιγε! Το πώς! Με απόλυτη και ουσιαστική ειλικρίνεια και βεβαιότητα των όσων εννοούσε, τόσο φυσικά και ρεαλιστικά και αβίαστα: «..γέρος και 35..» Όπως λέμε: «Ήπια ένα ποτήρι νερό». Αδιαμφισβήτητο, έτσι;
Και κάπου εκεί το ηχητικό μήνυμα που είχα λάβει από το περιβάλλον, άρχισε να το επεξεργάζεται ο εγκέφαλός μου και οι νευρώνες μου να δίνουν εντολές. Λίγο ένα στραβό χαμόγελο επιβεβαίωσης, μιας και τράβηξα από το ντουλαπάκι της μνήμης μια αντίστοιχη δική μου στιγμή που είχα ακούσει στις ειδήσεις, ότι νεαρός άντρας 30 ετών έχασε τη ζωή του σε τροχαίο και ήμουν φυσικά σε αντίστοιχη ηλικία με τους πιτσιρικάδες. Η αντίδραση ήταν ίδια: «…μα ήταν γέρος, πολύ μεγάλος..»Και μετά μου καρφώθηκε στο ξεκάρφωτο, στο μυαλό, η φράση από τον εθνικό ύμνο: «…απ΄ τα κόκκαλα βγαλμένη..»
Στο μεταξύ, συμμάζεψα λιγάκι και τα μονίμως αχτένιστα μαλλιά μου. Πόσο σχετική έννοια, ρε γαμώτο, μπορεί να είναι ο χρόνος και πόσο αβυσσάλεα αδιάλλακτος και σκληρός ..πότε μια δεκαετία ή μια εικοσαετία η μια ζωή μπορεί να περάσει χωρίς να μπορέσει κάποιος να συναισθανθεί την αστραπιαία ταχύτητά του ..που ουσιαστικά είναι μια ανάσα μια σταγόνα μια κουκίδα στο ατέρμονο ρολόι της αιωνιότητας.
Κάπου εκεί ήρθαν στο μυαλό μου και «Οι καρέκλες» του Ιονέσκο. Νομίζω ότι με τα χρόνια αυτές «οι καρέκλες» θα με επισκέπτονται πιο συχνά. Κάπου εκεί ανασήκωσα λίγο τα γυαλιά ηλίου και σκούπισα τα μάτια μου, μόνο που δεν ήμουν σίγουρη 100% ότι ήταν από τη αλλεργία.
«..Εεε! Κοπελιά, για χρυσόψαρο σαν πολλά να σκέφτηκες..»
Τράβηξα λίγο τα μανίκια από το σακάκι μου. Έχει ξεθωριάσει αυτό το ωραίο, αρχικό του μπλε χρώμα και να, εδώ στην άκρη έχει χαλάσει η ραφή του. «Το έχω χρόνια..», σκέφτηκα «..λογικό!..» Άντε πάλι αυτά τα χρόνια!! Τουλάχιστον το χάρηκα ..και κάπου εδώ ανοίγει ένας νέος κύκλος σκέψεων. Το σακάκι το χάρηκα ..αρχίζω να λογίζομαι στιγμές που δεν έχουν σχέση με το σακάκι!
Ασυναίσθητα, το μάτι μου πέφτει στην πινακίδα που ήταν απέναντι: «STOP».
Mεγάλα, ωραία γράμματα!! Ε, ναι μωρέ! Σταμάτα μεσημεριάτικα!!
Κοίταξα το ρολόι στο κινητό. Λογικά θα έρχονται, σκέφτηκα κι αυτή η τελευταία σκέψη με επανέφερε στην πραγματικότητα!
Καιρός ήταν!