Τι είναι πραγματικά η κατάθλιψη

«Υπάρχουν τρεις νευροδιαβιβαστές που έχουν μελετηθεί περισσότερο ως προς τη σχέση τους με την εμφάνιση της κατάθλιψης..»
– γράφει ο Γιάννης Φλιάτης

thinkstockphotos-481236573_feature.jpgΗ μείζων καταθλιπτική διαταραχή (γνωστότερη απλά και ως κατάθλιψη) αποτελεί μια Διαταραχή της Διάθεσης, τα αίτια της οποίας δεν έχουν αποσαφηνιστεί εξολοκλήρου από την επιστήμη. Οι λόγοι για τους οποίους εμφανίζεται η μείζων καταθλιπτική διαταραχή (ΜΚΔ) ποικίλουν και δε μπορούν να περιοριστούν σε ένα συγκεκριμένο αίτιο, παρά σε μια συνάρτηση παραγόντων που επιδρούν.

Για παράδειγμα, κρίσιμος θεωρείται ο παράγοντας της κληρονομικότητας, αφού στοιχεία υποδεικνύουν ότι το ποσοστό εμφάνισης ΜΚΔ λόγω κληρονομικότητας κυμαίνεται περίπου στο 37% (Sullivan, Neale, & Kendler, 2000). Τα γονίδια είναι δηλαδή σε θέση να καθορίσουν την εμφάνιση της διαταραχής. Ρόλο έχουν και τα γεγονότα της ζωής κάθε ατόμου (κοινωνικοί παράγοντες), αφού στρεσογόνα συμβάντα και διαπροσωπικές δυσκολίες μπορούν να επηρεάσουν την πιθανότητα ένα άτομο να εμφανίσει κατάθλιψη (Kendler et al.,1999).

Αξιοσημείωτα αποτελέσματα προκύπτουν και από έρευνες σχετικά με τη λειτουργία ορισμένων νευροδιαβιβαστών στην περιοχή του εγκεφάλου. Υπάρχουν τρεις νευροδιαβιβαστές που έχουν μελετηθεί περισσότερο ως προς τη σχέση τους με την εμφάνιση της κατάθλιψης: κυρίως η ντοπαμίνη και η σεροτονίνη, καθώς και η νορεπινεφρίνη.

Ορισμός Νευροδιαβιβαστών: Τα νευρικά κύτταρα συνδέονται με συνάψεις, δηλαδή μικρά διαστήματα ανάμεσα τους. Οι νευροδιαβιβαστές είναι βιοχημικές ουσίες του νευρικού συστήματος, οι οποίοι μεταφέρουν σήματα στα νευρικά κύτταρα μέσω υποδοχέων που βρίσκονται ανάμεσα στις συνάψεις.

Πιο συγκεκριμένα μελέτες αποδίδουν την εμφάνιση μείζονος καταθλιπτικού επεισοδίου στην περιορισμένη ευαισθησία των υποδοχέων αναφορικά με τον εντοπισμό της σεροτονίνης στις συνάψεις (Parsey et. al, 2006).

Από τη μελέτη αυτών των νευροδιαβιβαστών έχουν προκύψει και τα περισσότερα αντικαταθλιπτικά φάρμακα. Τα πιο ευρέως γνωστά αντικαταθλιπτικά ονομάζονται εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης και λειτουργούν αναστέλλοντας την πρόσληψη σεροτονίνης, αυξάνοντας έτσι τα επίπεδά της στους υποδοχείς των συνάψεων (Kechagias & Grivas, 2014).


Επιδημιολογία

5-Health-Risks-Linked-to-Depression-01-RM-722x406

Σε παγκόσμια κλίματα η ΜΚΔ φαίνεται να είναι δύο φορές συχνότερη στο γυναικείο πληθυσμό σε σύγκριση με τον ανδρικό. Σημαντικός παράγοντας αποτελεί επίσης το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο. Για παράδειγμα στην Ελλάδα της κρίσης, το 2008 το ποσοστό κατάθλιψης έφτανε το 3,3%, ενώ την επόμενη χρονιά υπερδιπλασιάστηκε φτάνοντας το 6,8%. Το 2013 το ποσοστό έφτασε στο 12,3%, όταν και η χώρα βρισκόταν πιο βαθιά στην κρίση (Economou et al., 2018). Τα στοιχεία αυτά βρίσκουν εφαρμογή και σε παγκόσμια κλίμακα, αφού η συχνότητα της ΜΚΔ είναι τρεις φορές μεγαλύτερη στους ανθρώπους που βρίσκονται στο όριο της φτώχειας (Kessler et al. 2003). Υπάρχουν και επιπλέον ευρήματα που αναφέρουν τη συχνή ύπαρξη της ΜΚΔ σε μορφή συννοσηρότητας με άλλες διαταραχές, όπως οι αγχώδεις, οι διαταραχές προσωπικότητας, αυτές που έχουν να κάνουν με ουσίες ή και το γήρας (Mineka, Watson, & Clark, 1998).


Συμπτώματα

20-depression-ketamine.w1200.h630-945x385

Με βάση το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών, Έκδοση 5η (DSM-5), τα κριτήρια για τη ΜΚΔ πρέπει να περιλαμβάνουν την καταθλιπτική διάθεση και την απώλεια ευχαρίστησης για δραστηριότητες που θεωρούνται συνηθισμένες για το άτομο (ανηδονία) μαζί με τουλάχιστον τέσσερα από τα παρακάτω για τουλάχιστον δύο εβδομάδες (American Psychiatric Assosiation, 2013) :

  • Διαταραχές στην πρόσληψη τροφής, είτε με σημαντική μείωση (απώλεια βάρους) είτε με σημαντική αύξηση (αύξηση βάρους)
  • Αισθήματα αναξιότητας
  • Διαταραχές ύπνου, είτε με δυσκολία στον ύπνο είτε με τη μορφή εκτεταμένης διάρκειας
  • Εμφανής δυσκολία όσον αφορά στη συγκέντρωση και τη διεκπεραίωση καθηκόντων
  • Μόνιμο αίσθημα κούρασης
  • Ψυχοκινητική επιβράδυνση ή διέγερση
  • Σκέψεις σχετικά με το θάνατο ή την αυτοκτονία

Τα συμπτώματα της ΜΚΔ συνήθως παρουσιάζονται για ορισμένο χρονικό διάστημα και αργότερα τείνουν να εξαφανίζονται (επεισοδιακή διαταραχή). Σε περίπτωση που ένα καταθλιπτικό επεισόδιο δεν αντιμετωπιστεί θεραπευτικά, παρόλο που στις περισσότερες περιπτώσεις υποχωρεί, είναι δυνατό να διαρκέσει έως και μήνες.

Έρευνες, επίσης, υποδεικνύουν ότι οι πιθανότητες επανεμφάνισης ενός δεύτερου καταθλιπτικού επεισοδίου ανέρχονται περίπου στο 30% μετά το πέρας έξι μηνών από το πρώτο καταθλιπτικό επεισόδιο, ενώ αγγίζουν το 40% στους δώδεκα μήνες αντίστοιχα (Solomon et al., 2000).

Επιπρόσθετα, η ίδια έρευνα αναφέρει ότι με κάθε επεισόδιο που λαμβάνει χώρα, οι πιθανότητες για επόμενο επεισόδιο αυξάνονται κατά 16%. Στη διάρκεια ενός καταθλιπτικού επεισοδίου, το άτομο νιώθει τόσο σωματική όσο και ψυχική εξασθένιση.

Τέλος, είναι πιθανό να χάσει το σεξουαλικό του ενδιαφέρον, να παραμελεί την εμφάνισή του και να αποφεύγει τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις.


References
  • American Psychiatric Association. (2013). Diagnostic and statistical manual of mental disorders (5th ed.). Washington, DC: Author.
  • Economou, M., Charitsi, L. E., Peppou, E., & Souliotis, K. (2018). Mental health in Greece during the economic crisis: socioeconomic determinants of depression. Archives of Hellenic Medicine 2018, 35(Suppl 1):17–26. Retrieved from http://www.mednet.gr/archives/contents2018-sup-en.html
  • Kechagias, V., & Grivas, T. B. (2014). Selective serotonin reuptake inhibitors and Osteoporosis. Scientific Chronicles 2014, 19(2): 112-117
  • Kendler, K. S., Karkowski, L. M., & Prescott, C. A. (1999). Causal Relationship Between Stressful Life Events and the Onset of Major Depression. American Journal of Psychiatry, 156(6), 837-841. doi:10.1176/ajp.156.6.837
  • Kessler, R. C., Berglund, P., Demler, O., Jin, R., Koretz, D., Merikangas, K. R., … Wang, P. S. (2003). The Epidemiology of Major Depressive Disorder. JAMA, 289(23), 3095. doi:10.1001/jama.289.23.3095
  • Mineka, S., Watson, D., & Clark, L. A. (1998). Comorbidity of anxiety and unipolar mood disorders. Annual Review of Psychology, 49(1), 377-412. doi:10.1146/annurev.psych.49.1.377
  • Parsey, R. V., Hastings, R. S., Oquendo, M. A., Huang, Y., Simpson, N., Arcement, J., Mann, J. J. (2006). Lower Serotonin Transporter Binding Potential in the Human Brain During Major Depressive Episodes. American Journal of Psychiatry, 163(1), 52-58. doi:10.1176/appi.ajp.163.1.52
  • Solomon, D. A., Keller, M. B., Leon, A. C., Mueller, T. I., Lavori, P. W., Shea, M. T., Coryell, W., Warshaw, M., Turvey, C., Maser, J. D., &Endicott, J. (2000). Multiple recurrences of major depressive disorder. American Journal of Psychiatry, 157, 229-233. doi:10.1176/appi.ajp.157.2.229
  • Sullivan, P. F., Neale, M. C., & Kendler, K. S. (2000). Genetic Epidemiology of Major Depression: Review and Meta-Analysis. American Journal of Psychiatry, 157(10), 1552-1562. doi:10.1176/appi.ajp.157.10.1552

 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.