– γράφει ο Κυριάκος Δημητρίου
Παίζαμε χαρτιά στη λέσχη «Το χρυσό βέλος» όταν ένας νεόφερτος θαμώνας αποφάσισε να μας διηγηθεί μια παράξενη ιστορία, παιχνίδια της ζωής, γεγονότα που σαστίζουν κάθε σκεπτικιστή. Εκ των υστέρων υποθέτω πως θα την επαναλάμβανε συχνά αυτή την ιστορία, γιατί μιλούσε με ήρεμη υπνωτιστική φωνή, δεν σκόνταφταν οι λέξεις πουθενά, προσεκτικά διαλεγμένες για να συνθέσει την εικόνα. Κάπως έτσι μας διηγήθηκε τα καθέκαστα:
«Ο Μάιλς ένας ήσυχος άνθρωπος, άριστος φαρμακοποιός στο επάγγελμα, ζούσε σε μια όμορφη παλιά τοποθεσία, μακριά από το βουητό της πόλης, μαζί με τη γυναίκα του Μαντλέν, η οποία δεν έχανε ευκαιρία να τον κολακεύει με τα χάδια και τη λατρεία της. Ριζοσπάστης, με μια βαθιά ριζωμένη αποστροφή για το μεταφυσικό και την μελλοντολογία, ο Μάιλς, αντιμετώπιζε ωστόσο την εμμονή της Μαντλέν με την χειρομαντεία, την καφεμαντεία, την αστρολογία κι εσχάτως με την τηλεπάθεια και την παραψυχολογία, να μην πολυλογώ, με όλες τις μαντικές τέχνες γενικώς. Η Μαντλέν πίστευε πως ο Μάιλς είχε ένα ωραιότατο τηλεπαθητικό χέρι, ο αντίχειράς του ήταν μακρύς και συνεπώς ήταν εκ πεποιθήσεως οπτιμιστής, ασφαλώς, εν αγνοία του.
Όμως ο Μάιλς δεν είχε καμία διάθεση να επισκεφτεί κανένα από τους καλοπληρωμένους χειρομάντες, τους κοσμογυρισμένους κατεργάρηδες, οι οποίοι κατέφθαναν στην πόλη σαν τους κηφήνες για να δουν την αριστοκρατική τους πελατεία που άνθιζε όλο και πιο πολύ. «Είναι όλα γραμμένα στο χέρι σου, σ’ αυτή την παλάμη, σ’ αυτά τα δάχτυλα», επέμενε η Μαντλέν – γιατί να μην γνωρίζουμε το μέλλον; «Τι εννοείς αγαπητή μου, δεν πιστεύεις στην τύχη; Αν είναι όλα καθορισμένα από τη μοίρα, το πεπρωμένο … Εσύ μια θρησκευόμενη εμπαίζεις τη Θεία Πρόνοια;» «Μα αυτό ακριβώς είναι το ζήτημα αγάπη μου, αυτό … αυτό, το μέλλον υπάρχει στο παρόν, μπορούμε να το δούμε μέσα σε μια γυάλινη σφαίρα, κι αν θα μας πλήξει η κακοτυχία, ένα αβάσταχτο φορτίο, μια τραγωδία, μια τρίχα να πέσει από το κεφάλι μας, τότε θα είμαστε έτοιμοι ν’ αλλάξουμε την πορεία μας! Δεν πιστεύω πως ο Θεός είναι κακοποιός δύναμη που θα μας απέτρεπε από τη σωτηρία. Αν είναι να πέσουμε από έναν βαθύ γκρεμό, γιατί να μην το ξέρουμε να φοράμε αλεξίπτωτα;».
Ας ήταν πλανεμένη η Μαντλέν, χαμένη στις θολές ονειροφαντασίες της, ο Μάιλς ήταν ευτυχής με τη γυναίκα του· είχε πολλά φανερά προσόντα και κρυφά ελαττώματα – αυτή η ακατάσχετη εμμονή δεν μείωνε διόλου το φέγγος του μυαλού της, και θεωρούσε τον εαυτό του καλοτυχισμένο. Ώσπου έφτασε η στιγμή που ο Μάιλς ενέδωσε στις αφόρητες παραινέσεις της, έτσι, απλώς για να ξεφορτωθεί μια και καλά τις φαντασιώσεις της. Θα επισκεπτόταν μια χαρτορίχτρα, που η Μαντλέν είχε σε μεγάλη υπόληψη – υπό τις περιστάσεις ήταν γι’ αυτόν η λιγότερο επώδυνη υποχώρηση».
Την έλεγαν Εύα. Νέα μελαχρινή με μακριά πυκνά μαλλιά, μάτια βαθιά, απρόσιτα και πλούσιο χαμόγελο. Δεν ξέρω για ποιο λόγο, μα είχα ένα παράξενο συναίσθημα επισημότητας, ίσως να ήμουν κουρασμένος, και λίγο μελαγχολικός. Ήταν και η μέρα… το παλιό κοιμισμένο σπίτι, κοντά σε μια πένθιμη εκκλησίτσα από κόκκινα τούβλα, τα δέντρα που μοσχοβολούσαν από τη βροχή, τα μουσκεμένα πεζοδρόμια έλαμπαν. Με άκουσε προσεκτικά, το δωμάτιο μύριζε κλεισούρα, μια γάτα με κίτρινα μάτια ήταν θρονιασμένη στην πολυθρόνα δίπλα της σαν σφίγγα, «η ζωή μας είναι ένας περιπετειώδες ταξίδι προς την αλήθεια κύριε Μάιλς… δεν είναι σπάνιο όμως, ξέρετε έρχονται άνθρωποι σε μένα διότι θέλουν να δραπετεύσουν από τον εαυτό τους, ο εσωτερικός τους κόσμος είναι εχθρικό έδαφος».
Μιλούσε με τέτοια πειθώ η Εύα που θυμήθηκα τον μύθο με το μήλο της γνώσης, το σκιερό της βλέμμα ήταν καρφωμένο στο μέτωπό μου λες και οι λέξεις έβγαιναν από το μέτωπό μου, αλλά δεν θα παρασυρόμουν στα τεχνάσματα μιας χαρτορίχτρας. Αντίθετα, όπως καταλαβαίνετε, δοθείσης της ευκαιρίας, δεν ήθελα απλώς να χάσω τον χρόνο μου ακούγοντας το μαντικό παραλήρημα μιας αγύρτισσας. Α όχι, θα το διασκέδαζα, ιδού πεδίον δόξης, αυτή η περιπαικτική κυνική διάθεση απέναντι στην ανθρώπινη ανοησία, που πολλές φορές φουσκώνει το στήθος μου επανήλθε βίαια, και η καρδιά μου χαιρόταν.
Κάπως έτσι υποκρίθηκα έναν άλλον… «Αισθάνομαι ταραχή, κυρία Εύα, δεν κοιμάμαι καλά, κάθε στιγμή ζω ένα διαφορετικό εφιάλτη που το τέλος του είναι η αρχή του επόμενου, οι σκέψεις μου με κατασπαράσσουν σαν τα σκουλήκια που τρώνε τον καρπό, νιώθω κακά πνεύματα να με τριγυρίζουν και φοβάμαι, φοβάμαι πολύ… Νιώθω το παρελθόν να με τραβάει από έναν γάντζο τις νύχτες γιατί το μέλλον κρύβει κάτι που με ταράζει, κι όμως με τραβάει σαν μαγνήτης, με απορροφά. Θέλω να μάθω, θέλω να ξέρω τι με περιμένει, αν είναι καλό τότε η λύπη μου θα γίνει χαρά, το σκότος θα γίνει φλόγα – αν είναι κακό, τότε θα είμαι έτοιμος να το δεχτώ, δεν θα δειλιάσω».
Έτσι της μίλησα, σταράτα, άφοβα, γεμάτος προσποίηση και ψεύτικη εγκαρδιότητα. Η Εύα με άκουγε προσεκτικά, κουνούσε το κεφάλι της σαν ελατήριο ανοιγοκλείνοντας τα μάτια της – ανέκφραστη – για μια στιγμή μου φάνηκε πως χασμουρήθηκε αλλά δεν είμαι βέβαιος. Μήπως της φάνηκαν βαρετά όσα της είπα και μπερδεμένα; Ή βρισκόταν σε μια περίεργη κατάσταση έκστασης, οραματισμού, που προκαλεί ένα αμείλικτο χασμουρητό;
«Έτσι λοιπόν ο Μάιλς που ήθελε να ξεμπερδεύει με αυτή την αγγαρεία το συντομότερο δυνατόν, συμπεριφέρθηκε αναλόγως. Έδωσε στη χαρτορίχτρα ψευδή στοιχεία για το άτομό του, και, επειδή καταβάθος εμάς τους ανθρώπους, ακόμα κι αυτούς που ούτε στην πίστη δεν πιστεύουν, μας βασανίζει ο πνευματισμός και το υπερφυσικό (αχ, αυτοί οι χρυσοί καρποί της αλήθειας!), με τρόπους ασυνείδητους, της συστήθηκε ως κύριος Τζον Κόρτνεϋ, που γεννήθηκε την τάδε ημέρα, μήνα, χρόνο, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, εκτός από γείτονάς του ήταν στενός φίλος με τον Μάιλς. Γιατί το έκανε αυτό; Για να πειραματιστεί; Να διασκεδάσει με το κορόιδο τη χαρτορίχτρα; Για ν’ αποδείξει στη Μαντλέν πως ο πνευματισμός είναι φούμαρα; Με αυτές τις πράξεις μας ο ακατανόμαστος χαμογελάει φίλοι μου και δεν μπορείς να εντοπίσεις καν τα ίχνη του; Είδε κανείς τα χνάρια του διαβόλου; Τα γελαστά του δόντια; Πετάνε σπίθες, μα είναι αόρατα, άμα τα δεις είναι θανατηφόρα…»
Έριξε τα χαρτιά η Εύα, έπεσε σε βαθιά περισυλλογή. «Μεγάλη τύχη σε περιμένει, σε μια μέρα σε μια βδομάδα σ’ ένα μήνα… Βλέπω στεφάνι και χωρισμό, και θάλασσα θα περάσεις, ένα ταξίδι…και μεγάλη καταστροφή θα γίνει μα εσύ δεν θα κινδυνέψεις…Βλέπω αρρώστια, πυρετό, θα χάσεις έναν συγγενή…», είπε με μια νότα οίκτου στη φωνή της. Κι εκεί που σκέφτηκα πως ξεμπερδέψαμε, η Εύα σκοτείνιασε, ένα ρίγος φάνηκε να τη διαπερνά, τα φρύδια της τρεμούλιασαν, τα ρουθούνια της πάλλονταν, το πρόσωπό της πέτρωσε – δεν ήταν φανερό πως έδειχνε σημάδια τρομερής αναστάτωσης; Η Εύα σιώπησε, δεν θα ξαναμιλούσε; Τότε ένιωσα, αν και η λογική μου αντιστεκόταν στη γελοιότητα, πόσο τερατώδη φαίνονταν όλα αυτά. «Συνεχίστε κυρία μου…» της είπα. «Είμαι έτοιμος ν’ ακούσω οτιδήποτε» συμπλήρωσα με νευρική περιφρόνηση. «Βλέπω… βλέπω μια μεγάλη πόρτα, μια πύλη, πόνος, θλίψη, ζόφος, σκοτάδι, μην τη διαβείς, θα προσευχηθώ για σένα στον προστάτη Άγγελο», και μετά σαν να ξύπνησε από ένα όνειρο η Εύα· τα μάτια της ήταν άτονα.
Την πλήρωσα κι έφυγα με το στομάχι ανακατεμένο. Αλλά, από την άλλη, σκεφτόμουν, αν είμαστε πιόνια μιας μοίρας, αν τόσα καλά κι ένα κακό θα διανεμηθούν μέσα στον χρόνο, η χαρτορίχτρα διάβαζε την τύχη του Κόρτνεϋ. Όχι τη δική μου! Δεν είχα κανένα λόγο ν’ ανησυχώ, στην περίπτωση που αυτές οι ποταπές αστειότητες είχαν, τελοσπάντων, μια πιθανότητα στις χίλιες να πραγματοποιηθούν. Έφυγα από το παλιόσπιτο, βγήκα στο δρόμο ν’ ανασάνω, η πόλη έμοιαζε να τρέμει σαν φυσαλίδα, εκείνο το εκκλησάκι με τα κόκκινα τούβλα ίδρωνε κάτω από το φως του φεγγαριού, ταλαντεύτηκα μέσα σ’ ένα θολό ρεύμα από ανθρώπους, ώσπου έφτασα στο σταθμό, τα τρένα έφευγαν στριγγλίζοντας μέσα στην παλίρροια της νύχτας.
«Μπορείτε να φανταστείτε αγαπητοί μου τι ακολούθησε; Η ζωή του Μάιλς άλλαξε άρδην. Εξωπραγματικό, ε; Όμως αληθινό. Σοβαρός και δυστυχής, με τα μάτια στυλωμένα στο γειτονικό σπίτι, σε κατάσταση μιας αδικαιολόγητης έξαψης, παρακολουθούσε συνεχώς τις κινήσεις του Κόρτνεϋ. Από περιέργεια; Από αγωνία; Για να πείσει τον εαυτό του πως όλα είναι μια υπερτιμημένη ηλιθιότητα, ένα παράξενο όνειρο; Κι όσο περνούσαν οι μέρες και οι εβδομάδες και τίποτα δεν άλλαζε στην καθημερινότητα του Κόρτνεϋ, τόσο πιο πολύ ένιωθε μιαν ενστικτώδη ανακούφιση. Κι όταν πέρασαν δυο τρία δεκαπενθήμερα, ο Μάιλς άρχισε ν’ αδιαφορεί, να νιώθει μια αποστροφή ενάντια στη χαρτορίχτρα, έφευγε το πρωί κεφάτος για τη δουλειά, και στους δύο μήνες ο χρόνος, που χλευάζει την ανθρώπινη μνήμη, διέγραψε τη χαρτορίχτρα και τη μελλοντολογία. Μέχρι που η υπόθεση πήρε μια παράξενη τροπή. Όταν επέστρεψε από την δουλειά του, ένα ωχρό συννεφιασμένο δειλινό, στο σπίτι του Κόρτνεϋ τα παράθυρα φωτίζονταν κόκκινα, εκθαμβωτικά, από τις ανοιχτές πόρτες και τις καμινάδες πετάγονταν κραυγές άγριας χαράς. Το σπίτι λούστηκε με μια εορταστική λαμπρότητα, φωταψίες, ήταν τόσο φωτεινό που έμοιαζε με εστία πυρκαγιάς».
Η σκέψη μ’ έκανε άρρωστο. Ήταν ένα από εκείνα τα δειλινά, τα εύθραυστα, με την απερίγραπτη συγκινητική ομορφιά που ξυπνούν στη ψυχή μας. Ο Κόρτνεϋ έστειλε να με φωνάξουν, με αγκάλιασε εγκάρδια, με φίλησε σταυρωτά, έμαθα τα σπουδαία νέα, κέρδισε ένα τεράστιο ποσό στη λοταρία (το οποίο κρατούσε μυστικό), η ζωή του άλλαξε μέσα σε μια στιγμή, αξιοσέβαστοι επισκέπτες υποκλίνονταν μπροστά σου… πριν τα μεσάνυχτα επέστρεψα στο σπίτι μου, κάθισα στη βιβλιοθήκη, ώσπου έγινε τρεις τα ξημερώματα, δεν ακουγόταν τίποτα πια, οι ξένοι είχαν αποχωρήσει…
Αυτή η θλιβερή σιωπή στη βιβλιοθήκη, ένας παράξενος φόβος, ο φόβος του φανταστικού, ο φόβος της πραγματικότητας, ένα αίσθημα μοναξιάς, έμεινα μες στο σκοτάδι, έτρεμα από το κρύο, μισολιπόθυμος… Μια πάλη γινόταν μέσα μου. Γιατί ένιωθα έτσι; Επειδή η Εύα μάντεψε το μέλλον; Δεν ήταν άραγε εντελώς τυχαίο το γεγονός, μια σύμπτωση – έστω μια ακατανόητη σύμπτωση; Κι αν δεν ήταν τυχαίο; Τι με ένοιαζε εμένα, στο κάτω κάτω, η μάντισσα διέβλεψε το μέλλον του Κόρτνεϋ, γιατί αυτά τα στοιχεία της έδωσα εγώ ο ίδιος αυτοπροσώπως, η αφεντιά μου, σάμπως θα άλλαζε κάτι αν δεν της τα έδινα; Όμως, διάβολε – διάβολε! – αν αυτό το μέλλον προοριζόταν για μένα, και μέσα στον ζόφο του κυνισμού μου, έκανα ένα τόσο τρομακτικό λάθος; Αν η τύχη προοριζόταν για μένα και την παρέκαμψα; Ανατρίχιασα. Ως τα χαράματα στριφογύριζαν στο μυαλό μου όλες οι εκδοχές, κοιτάζοντας τον μαύρο όγκο της βιβλιοθήκης – ως τα χαράματα, συμπέρανα πως δεν ήξερα τίποτα, πως δεν είχα ούτε λύση ούτε εξήγηση για ό,τι συνέβη. Και πως η όλη υπόθεση με άφηνε παντελώς αδιάφορο. Αποτίναξα τη σκέψη από πάνω μου σαν να ήταν οχιά που με δάγκωσε.
«Φυσικά, φίλοι μου, όπως καταλαβαίνετε, ο Μάιλς προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του πως υπόθεση αυτή τον άφηνε αδιάφορο. Ίσως τον παρηγορούσε η σκέψη της αδιαφορίας. Η μελαγχολία εξακολουθούσε να βρίσκεται δίπλα του, η περιέργεια τον πολιορκούσε. Έφευγε από τη δουλειά τρέχοντας για να φτάσει στο σπίτι του να κατασκοπεύσει τον Κόρτνεϋ, σαν να ήθελε να ξεφύγει από την αγωνία της αναμονής ενός προαναγγελθέντος γεγονότος. Τα μάτια του πηγαινοέρχονταν αδιάκοπα στο διπλανό κτίριο (ζούσε, ο δύσμοιρος, σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης), το οποίο ο γείτονάς του φρόντισε ν’ ανακαινίσει – έχτισε ακόμα ένα όροφο, με τεράστιες γυάλινες τζαμαρίες, θωράκισε τους εξωτερικούς τοίχους, έφτιαξε ένα κάστρο στη θέση του παλιού κτίσματος και στη στέγη του, ευθυτενές, κόμπαζε ένα αλεξικέραυνο. Αγόρασε το διπλανό οικόπεδο κι έφτιαξε ιδιωτικό πάρκο, με πρασιές και παρτέρια και σιντριβάνια, φύτεψε δέντρα ψηλά, τα απογεύματα ο κήπος ήταν σπαρμένος με χελώνες, βαθύσκιους και κελαϊδίσματα».
Όταν ο Κόρτνεϋ μας προσκάλεσε στον γάμο του, αρχές του Ιούνη, τον χτύπησα ελαφριά στον ώμο, «άργησες φίλε», περίμενα τα καλά νέα νωρίτερα» του είπα· με κοίταξε περίεργα, σαν να έβλεπε έναν παράφρονα. Την επόμενη Κυριακή μια στραφτερή λιμουζίνα μπήκε κορνάροντας στην αυλή του σπιτιού του. Η γυναίκα του ήταν μια γλυκανάλατη κοπελίτσα (στραβομούτσουνη για την ακρίβεια), με γκρίζα άτονα μάτια, δεν είχε τίποτα επάνω της που να άξιζε να θυμάται κανείς. Στη δεξίωση μισοκρύφτηκα σε μια γωνιά, η μουσική ηχούσε θρηνητικά, σε λίγο ξέσπασε ένα μπουρίνι και οι προσκεκλημένοι στριμώχτηκαν στο σπίτι, γέμισε η τραπεζαρία δαντελωτές τουαλέτες με σιφόν ουρές και διαμαντένια περιδέραια. Ήμουνα θεατής στην εκπλήρωση της προφητείας μιας ανόητης χαρτορίχτρας; Ενός σεναρίου από μια σειρά προδιαγεγραμμένα γεγονότα; Θεατής σ’ ένα θέαμα που προϋπήρχε πριν τον χρόνο του, σε μια άλλη διάσταση της πραγματικότητας – η πραγματοποίηση μιας πραγματικότητας που μας διαφεύγει όσο δεν ανοίγουμε το λογισμό μας στην υποθετικότητα – και που η μνήμη της, ή μια βαθιά ανάμνηση πιο βαθιά από τη μνήμη, μπόρεσε ν’ ανακαλέσει στο παρόν; Άλυτα ζητήματα, αφηρημένες σκέψεις.
«Ναι, άλυτα ζητήματα, αλλά ο χαρακτήρας του Μάιλς γινόταν μέρα με την ημέρα πιο στριφνός. Η πραγματικότητα των ημερών συνέβαινε σαν σε εικόνες ονείρου· αισθανόταν βαθιά αβεβαιότητα, αν ήταν όνειρο, ή αναμνήσεις ή κάτι παρόμοιο που με τη δύναμη των γεγονότων φώτιζαν περιοχές του αόρατου κόσμου, αυτές που κρατάμε κλειδαμπαρωμένες στα μπουντρούμια του μυαλού μας. Παρακολουθούσε σαν κλέφτης εικόνων το σπίτι του Κόρτνεϋ, μη δει κάτι παράξενο, ή για να επιβεβαιώσει τη ροή των γεγονότων. Ούτε ο ίδιος ήξερε τι πραγματικά επιθυμούσε γιατί αυτή η καταραμένη ιστορία (ελάτε στη θέση του!) του προκαλούσε μια σύγχυση που ξεπερνούσε τα όρια της συνειδητής του ατομικότητας. Ο Μάιλς είχε πέσει στην παγίδα των μέντιουμ, των αστρολόγων, των γκουρού; Ποιος ήξερε; Φίλοι μου, μην κοροϊδεύετε ποτέ αυτό που δεν καταλαβαίνετε…»
Καλοκαιρινό απομεσήμερο. Χαμηλά, πάνω από τον ουρανό της πόλης τυλίχτηκαν μαύρα κουβάρια τα σύννεφα, κουφόβραση συμπυκνωμένη στις υγρές ακανόνιστες μπάλες, τα σκίζουν τ’ αστραπόβροντα σαν τα κουρέλια, η γης τραντάχτηκε ξαφνιασμένη από τον αφηνιασμό της φύσης. Προσπαθώ να μην υποταχθώ σ’ αυτή την ιδέα, ανακρίνω τη σκέψη μου, όπως ο ανακριτής έναν κατηγορούμενο. Βλέπω την αγωνία μου, σέρνεται στο κεφάλι μου μορφάζοντας. Πώς βρέθηκα φυλακισμένος σ’ αυτή την ύπουλη σκοτεινιά, τη χρωματιστή στάχτη, τη μεγαλόπρεπη δειλία μου; Που θα φέρει τη θεομηνία και τον χαλασμό (θέλω να ξεσηκωθεί, σφυρίζοντας μέσα από τα θεμέλια της ουράνιας λίμνης, ένας πελώριος άνεμος, να κατασκορπίσει τα σύννεφα στους ορίζοντες και στο άπειρο, να τους αφαιρέσει τη σημασία, το νόημά τους, να ξεφτίσουν μέσα σε μια άτακτη φυγή). Δεν υπάρχει διαφυγή; Το πεπρωμένο είναι η διαφυγή στο άγνωστο.
«Άνοιξαν τα σύννεφα τις δικτυωτές τους μεμβράνες κι έπεσε τουλούμι η βροχή, πλημμύρισαν οι δρόμοι, τα νερά έγιναν ποτάμια, μικροί τυφώνες όργωσαν τη γη, υψώθηκαν οι στρόβιλοι σαν υδάτινοι πίδακες· σε μισή ώρα η πόλη γέμισε ξεριζωμένα δέντρα, στέγες, σανίδες, κεραμίδια. Για τον Μάιλς υπήρχε κάτι το απόμακρο σ’ εκείνες τις στιγμές. Μια προφητεία από το παρελθόν, μια αποκάλυψη χαραγμένη στο μέλλον – καρφωμένο στα μάτια της Εύας. Στα μάτια της έτριζαν οι ανεμοδείχτες του μέλλοντος. Ενώ όλοι οι άλλοι κυνηγούσαν ανυποψίαστοι τον χρόνο, ο Μάιλς, χλομός, πυρετώδης, έμαθε να καρτερεί υπομονετικά, ο χρόνος ήταν που τον κυνηγούσε, το άτεγκτο χρονόμετρο χτυπούσε στο μυαλό του. Βέβαια, αγαπητοί, συνέβη ακριβώς αυτό που φαντάζεστε…Η θεομηνία έπληξε την πόλη, λαίλαπα, καταστροφή, μονάχα το σπίτι και ο κήπος του Κόρτνεϋ έστεκαν μεγαλόπρεπα, φρούρια αλώβητα, μέσα στην ειρωνική λάμψη του ήλιου σαν χρυσή κορώνα ανάμεσα σε λασπωμένα ερείπια και ξεδοντιασμένα σπίτια».
Αλλά το ταξίδι σε μέρη εξωτικά; Δεν έπρεπε να είχε προηγηθεί; Φαίνεται πως τα μπέρδεψε η χαρτορίχτρα! Τότε γέλασα με την καρδιά μου μέσα σ’ ένα ντελίριο χαράς, ένα μουγκρητό που μιμείται το γέλιο ανηφόριζε από την κοιλιά μου, σταματούσε στο λαιμό μου για να γεμίσω τους πνεύμονες μου ανάσες, μέχρι να πεταχτεί από τα χείλια μου, ώσπου το γέλιο μ’ έπνιγε σιγά- σιγά απειλώντας να με πνίξει σαν θηλιά. Κι ο χωρισμός; Αποκλείεται, αποκλείεται… Το ζεύγος φαινόταν τόσο ευτυχισμένο, τους έβλεπα από τον κρυψώνα της σοφίτας μου, σαν έβγαιναν μαζί σφιχταγκαλιασμένοι από το ψηλό τους σπίτι, ή όταν μισοκοιμούνταν αποβλακωμένοι στη ζεστή αύρα του καλοκαιριού, στον κήπο τους, κάτω από μια ηλίθια χρωματιστή ομπρέλα, θα έπρεπε να αισθάνονται μια έντονη ευτυχία, ή, ίσως, υποθέτω, θα πρέπει να αισθανόμουν εγώ μια έντονη δυστυχία. Η μέρα βαραίνει στους ώμους μου με μια αμυδρή υπόνοια μιας συμφοράς που είχε επανειλημμένα αναβληθεί.
«Το φθινόπωρο, η παράσταση πήρε τη σκυτάλη, κι ήρθαν χειροπιαστά τα μαντάτα για το ταξίδι. Αν σας ενδιαφέρει, φανταστείτε τον κακόμοιρο Μάιλς. Ένα πρωί, ο Μάιλς έπλενε τα δόντια του για τρίτη φορά, χτύπησε το κουδούνι χαρούμενα, άνοιξε η Μαντλέν την πόρτα, φιλιά, ματς μουτς… ‘Πολύ καλά, ευχαριστώ…!’»
Ο Κόρτνεϋ στάθηκε απέναντι μου, έμεινα καρφωμένος να τον κοιτάζω – χαμογελούσαν τα αυτιά του, πρόσωπό στρογγυλό σαν το φεγγάρι, η στραβή του μύτη σαν λαχανικό με δυο τρύπες: «Μάιλς, ήρθα να σ’ αποχαιρετήσω φίλε μου, φεύγουμε για τα νησιά… εξωτική λουτρόπολη. Πόσο λαχταρούσα αυτό το ταξίδι…Θυμάσαι, από τα νιάτα μας… Θάλασσες κρυσταλλένιες … ηλιοβασιλέματα θεϊκά… Μια και θα πάμε, αποφασίσαμε με την … πέντε-έξι εβδομάδες… Να, πάρε τα κλειδιά του σπιτιού μου, για κάθε περίσταση, ποτέ δεν ξέρεις τι συμβαίνει…». Τον άκουγα δίχως να τον ακούω, είχα ανάψει από τον θυμό μου, μέσα μου άφριζε η οργή, σκεφτόμουν να του πω, «μοιάζω με βλάκας Κόρτνεϋ, νομίζεις πως δεν ήξερα για το καταραμένο ταξίδι», αλλά σώπασα. Να τον προειδοποιούσα; Να τον συμβούλευα να προσέχει όταν θα διάβαινε πόρτες και πύλες και γεφύρια με αψίδες; «Καλό ταξίδι Κόρτνεϋ, πόσο χαίρομαι για σένα φίλε μου». Όχι, όχι, ας πήγαινε στο καλό – γιατί να του χαλάσω τη διάθεση; Ό,τι ήταν γραφτό να γίνει, ε… θα γινόταν!
Στη σκέψη μου, ο Κόρτνεϋ ήταν ξεγραμμένος – μια καταδίκη κρεμόταν πάνω από το κεφάλι του, δαμόκλειος σπάθη, κυριολεκτικά δηλαδή. Τον κοίταξα με συμπάθεια, ίσως και οίκτο, ξαφνικά έβλεπα μπροστά μου ένα πρόσωπο με ξερακιανά μάγουλα κολλημένα πάνω στα κόκκαλα, με μια κατακίτρινη γκριμάτσα να κρέμεται στα μούτρα του, σαν τον ετοιμοθάνατο. Ξαναφίλησε τη Μαντλέν κι έφυγε ξέγνοιαστος, με μεγάλες δρασκελιές. Σε λίγο το ζεύγος αναχωρούσε με μια λιμουζίνα για το αεροδρόμιο. Τους έβλεπα από το παράθυρο, έστριψαν μερικά φιδωτά δρομάκια ώσπου μπήκαν στην κεντρική λεωφόρο και το αυτοκίνητο χάθηκε, σαν να έλιωσε μέσα στην άσφαλτο. Ένιωσα ένα περίεργο αίσθημα ευφορίας, μου έφυγε ένα βάρος. Άνοιξα τα παράθυρα, μαζί με τη φθινοπωρινή δροσιά, κάποια μυρωδιά ανάλαφρη και γλυκιά γέμιζε τον αέρα.
«Έφυγαν οι νιόπαντροι για το ταξίδι κι ο Μάιλς ένιωσε όπως ένας άρρωστος που γιατρεύτηκε, θυμήθηκε τις δουλειές που άφησε μισοτελειωμένες, όμως ξαφνικά ένιωσε κούραση, ξάπλωσε στον καναπέ και κοιμήθηκε βαθιά. Όταν ξύπνησε αισθανόταν ένα βάρος στην καρδιά. Κάποιες στιγμές ο ταλαίπωρος αυτός άνθρωπος ένιωθε πως δεν ήταν ο εαυτός του μα κάποιος άλλος, σαν να ήταν εγκαταλειμμένος στις σκέψεις κάποιου άλλου (υποθέτω, αγαπητοί, πως μονάχα ένας περισπούδαστος ψυχολόγος θα μπορούσε να μας εξηγήσεις τους λόγους αυτής της ετεροπροσωπίας). Έτσι πέρασαν λίγες εβδομάδες, μέσα σε μια μονότονη αόριστη σύγχυση, ώσπου η Μαντλέν, που τόσον καιρό παρατηρούσε ανήσυχη το σύζυγό της να παραπαίει, φοβούμενη πως η Εύα η χαρτορίχτρα κάτι κακό θα είδε στα χαρτιά, αλλά ο Μάιλς το κράτησε μυστικό, σκέφτηκε πως μια έξοδος από τη ρουτίνα θα τον βοηθούσε ν’ αποβάλει αυτή τη μελαγχολία που έπεφτε σαν ίσκιος στο πρόσωπό του. Έτσι, ένα κρύο δειλινό του Δεκέμβρη αποφάσισαν να επισκεφτούν το μουσείο της πόλης, μια έκθεση μοντέρνας ζωγραφικής».
Ταξιδεύουμε προς την όμορφη μικρή πόλη – μυρίζει μουσκεμένη η γη, ο ήλιος κατρακυλά σαν καταρράχτης στο χείλος ενός υπόγειου κόσμου – μοιάζει με ένα γιγάντιο παγόβουνο τυλιγμένο στο σκοτάδι που έρχεται. Βαδίζουμε πλάι πλάι, η Μαντλέν μου κρατάει το χέρι. Η ευτυχία είναι κοντά μου, τόσο κοντά που δεν μπορώ να τη δω. Πίσω μας περπατάει ένας τυφλός γέρος χτυπώντας ρυθμικά το μπαστούνι του στο δάπεδο. Ήχος μεταλλικός. Στην αυλή του μουσείου τα παιδιά χοροπηδούν σαν φύλλα στον άνεμο. Οι άνθρωποι κινούνται σαν μισοσβησμένες εικόνες – το μουσείο είναι ένα κενό επιπλωμένο με εκθέματα (αποχαυνωμένα από τις ριπές του χρόνου), αφίσες, μορφασμούς, αβεβαιότητες. Βαθυστόχαστα χασμουρητά. Περιφερόμαστε στους διαδρόμους, φτάνουμε σε αδιέξοδα, περνάμε ανάμεσα σε τοίχους επιφυλακτικούς, τοίχους που σχηματίζουν γερασμένες φράσεις, η Μαντλέν συνομιλεί με κάποιον κύριο, μάς κατατοπίζει, χαθήκαμε σε αυτό τον μικρό χώρο που βουίζει ασταμάτητα, λες και δεν είναι χώρος, σφίγγεται το στομάχι μου, συνεχίζουμε την πορεία μας, ο διάδρομος μας ακολουθεί, η ατμόσφαιρα βαραίνει γύρω μας, μια ψηλή πόρτα ανοίγει σαν θεόρατο στόμα, μα δεν προλαβαίνω να περάσω απέναντι. Ακούω ένα σφυριχτό θόρυβο, ένα ρεύμα αέρα ανασηκώνεται από το δάπεδο σαν παγωμένα φτερά, μουδιάζει το φως, ο φόβος ραγίζει στα μπλε μάτια της, ένας κρότος σπάει στα αυτιά μου, νιώθω ζεστό αίμα στο κεφάλι μου, ο κόσμος εξαφανίζεται στο σκοτάδι.
«Τότε καθώς πλησίαζαν την είσοδο της αίθουσας, μια ψηλή πύλη με ξυλόγλυπτο διάκοσμο, ακούστηκε ένας σφυριχτός θόρυβος – κάτι έπεφτε, έπεφτε από ψηλά στριφογυρίζοντας, μια πρασινωπή λάμψη γκρεμίζεται, ένας μπόμπιρας άρπαξε τον χαρτοφύλακα του πατέρα του και τον έριξε στον ακάλυπτο χώρο. Έπεσε στο κεφάλι του Μάιλς, έσπασε λες κι εξερράγη στο κεφάλι του, σκόρπισαν τα χαρτιά, τα μελανοδοχεία, κλειδιά, ψαλίδια (και τι δεν περιείχε εκείνος ο χαρτοφύλακας!) και κατέληξε στο νοσοκομείο με βαριά εγκεφαλική διάσειση. Πήρε εξιτήριο μετά από ένα μήνα. Έκτοτε πάσχει από απώλεια μνήμης, θυμάται επιλεκτικά, αναλόγως των περιστάσεων – αλλά ποτέ του δεν ξέχασε μία λεπτομέρεια από αυτή την παράξενη ιστορία, πιστέψτε με, ούτε την ελάχιστη έσχατη λεπτομέρεια. Υπάρχει ένα νόημα στο πεπρωμένο μας αγαπητοί μου. Οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες… ίσως, άμα το καλοσκεφτείτε, οι απαντήσεις βρίσκονται έξω από τα όρια της συνείδησης. Ο κόσμος είναι ένα εικονογραφημένο βιβλίο γεμάτο από ανεξάντλητα μυστήρια».