«Μετρούσε τη ζωή με τα λουλούδια»

Αγιοδημητριάτικα θανατερά χρυσάνθεμα που μόνο θλίψη της έδιναν, σα δανείζονταν τη λάμψη τους από το φως του Οκτώβρη, που ολοένα και λιγόστευε.  -γράφει η Ελίνα Παπαδοπούλου.

18447451_1603366499691913_785417174920011701_nΜετρούσε τη ζωή με τα λουλούδια. Περαστική, φευγάτη σαν κι αυτά.
Έτσι όπως υπόσχονταν εφήμερες χαρές, πριν γρήγορα διασκορπίσουν ανεπιστρεπτί τα πέταλά τους.

Αγιοδημητριάτικα θανατερά χρυσάνθεμα που μόνο θλίψη της έδιναν, σα δανείζονταν τη λάμψη τους από το φως του Οκτώβρη, που ολοένα και λιγόστευε.

Κι έπειτα αδιάφοροι πανσέδες και σκυλάκια, χωρίς ίχνος αρώματος, μόνο παγίδα για τα μάτια, τι να το κάνουν άλλωστε, ποιές πολύβουες μέλισσες να βρεθούν να ξεγελαστούν χειμωνιάτικα;

Κυκλάμινα στου βράχου τη σχισμάδα, σε ανήλιαγα σκιερά μονοπάτια, ανηφορίζοντας τον Υμηττό, μακρινές μελαγχολικές βόλτες με στιχάκια αγαπημένων ποιητών στα χείλη.
Κι ύστερα βιολέτες του Γιονάρη, Τραβιάτες μετανοημένες που πολύ αγαπήθηκαν και νάρκισσοι, μέσ’απ’το χιόνι που ξεπετάγονται, το πρωτογενές τους ένστικτο να διατρανώσουν.

Σπέντσες και φρέζες, μεθυστικά αποπνικτικές, που το Χειμώνα πια βαρέθηκαν.

Ξάφνου να, οι μυγδαλιές στην παιδική της γειτονιά, καταμεσής στο καταχείμωνο, με μια γενναιότητα αφοπλιστική, ολοκληρωτική κατάφαση στη ζωή να της διδάξουν.

Οι τρεις κορομηλιές στο δρόμο του κοιμητηρίου, πώς το τολμούσαν κόντρα στο θάνατο να θάλλουν!

Η κουτσουπιά στο μπαλκόνι τσι από κάτω, πιό αμαρτωλή από ποτέ, καθώς η Άνοιξη, η μόνη εποχή που ξέρει Χώρο να δημιουργεί, από τη γωνιά θαρρετά ξεπροβάλλει.

Οι νερατζούλες, καμιά ανασαιμιά ποτέ δεν θα ήταν αρκετή να τις χορτάσει, έτσι όπως γλυκόπικρα η μυρωδιά τους, ψευδαίσθηση πληρότητας τον ουρανίσκο πλημμυρίζει.

Και βέβαια οι πασχαλιές, ώριμες, πολύπλαγκτες, με γνώση περισσή για της ζωής τη ματαιότη.

Κι από δίπλα ν’ανθούν οι πικροδάφνες, άξαφνες των πεζοδρομίων λόγχες κι ακόμα άναρχες λυπημένες παπαρουνίτσες, καμπανιστές στις άκρες των δρόμων, ξεχειλίζοντας καλοσύνη μοναχά.

Ζουμπούλια, βράδυ Μεγάλης Παρασκευής, μια μυρωδιά επιταφίου ν’ακολουθεί, μ’ένα γαρύφαλλο στ’ αυτί και καμπόση πονηριά στο μάτι.

Μεγαλειώδεις τριανταφυλλιές, κάπου μετά το Πάσχα, παντού παντού τριγύρω, πως να τολμήσεις στου Θεού το σχέδιο ν’αντιμιλήσεις, εσύ ο ταπεινός.

Λεβάντα, πληθωριστική, φρεσκοπλυμένη με σαπουνάκι για όλες τις χρήσεις, μια μυρωδιά εξαγνιστική, να ξεπλένει κάθε είδους αμφιβολία, κεί στα παρτέρια των τάφων και στους σταυρούς ανάμεσα.

Και του Αγ. Κωνσταντίνου ανήμερα, πάλλευκες γαρδένιες, για τη γιορτή της πεσκέσι πολύτιμο, από λιμάνια εξωτικά της μακρινής Ανατολής ταξιδεμένες.

Μα το Θέρος, θερίζοντας λουλούδια και πρασινάδες, με τη θερμή ανάσα του αναζωπυρώνοντας επιθυμίες και πόθους, ένα σκηνικό ακίνητο, ένα Χρόνο σταματημένο διαφεντεύοντας, το γιασεμάκι θ’αγαπήσει. Κι αυτή μαζί του το ίδιο, καθώς το μέλι από τον μίσχο τρελλαίνεται να ρουφάει.

Και κάτι νύχτες με φεγγάρι, μες στα θερινά τα σινεμά, στ’ αγιόκληματα και στα νυχτολούλουδα να παραδίνεται γουστάρει.

Αγιόκλημα, σαν και δαύτο που έφτανε,10 χρονώ π’ανέβαινε τη στριφογυριστή τη σκάλα, μετά φόβου Θεού και ιλίγγων, στην αυλή με τ’αγάλματα και τα θαύματα του παππού.

Και νυχτολούλουδο, τις καλοκαιριάτικες βραδιές που την χτυπούσε του δειλινού το δροσάτο ύστερο αγέρι, του Κορινθιακού αεράκι, παιδάκι ανέμελο, ξεχασμένο τώρα.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.