«Χορός με την σκιά μου»

«Θα δαμάσει τον αφόρητο πόνο και θα αντιστρέψει κάθε μαθηματική κι ιατρική γνωμάτευση»
-γράφει η Τίνα Σπυράτου Σουσού

«Tι εννοείτε πως δεν θα ξαναχορέψω;»
«Λυπάμαι. Ο αριστερός αστράγαλος είναι σχεδόν κατεστραμμένος.» είπε δειλά η γιατρός
«Μα δεν μπορεί. Είμαι γεννημένη γι αυτό.» είπε σχεδόν παρακαλεστά.
«Λυπάμαι και πάλι. Ειλικρινά.»

Η γιατρός έκλεισε την πόρτα απαλά πίσω της, σαν να πίστευε πως η νέα αυτή γυναίκα, δεν θα άντεχε ίχνος άλλου κραδασμού και την άφησε ολομόναχη, σ ένα δωμάτιο νοσοκομείου με θέα στον ακάλυπτο και στους γκριζοπράσινους τοίχους ξεθωριασμένους και γεμάτους μικρές αόρατες ρωγμές.

Σηκώθηκε με κόπο και με όση δύναμη είχε απομείνει στο αριστερό λεπτό της πόδι, μόλις λίγα εκατοστά πάνω από την επιφάνεια του τσαλακωμένου και σκληρού από την πολλαπλή κοινόχρηστη χρήση σεντονιού κι ο πόνος της έκοψε την ανάσα.

Όταν ήταν παιδάκι και χτυπούσε ή πήγαινε στον οδοντίατρο ή έκανε εμβόλια όσο και να πονούσε μεταφερόταν με την σκέψη της σε όλες εκείνες τις ιστορίες που της είχαν διηγηθεί, για αγωνιστές συντρόφους κι αιχμαλώτους κι ήρωες της διπλανής πόρτας που τους φυλάκιζαν και τους βασάνιζαν, κι εκείνοι με πείσμα πίστη και μιαν αλλόκοτη παραφροσύνη άντεχαν και δεν λύγιζαν.

Αυτό θα έκανε κι εκείνη τώρα δα, σκέφτηκε.

Θα δαμάσει τον αφόρητο πόνο και θα αντιστρέψει κάθε μαθηματική κι ιατρική γνωμάτευση.

Γύρισε το κεφάλι της προς τα πάνω. Ο μονότονος ρυθμός των φαρμάκων που της έριχναν στον ορό που έδενε τα χέρια της, για να αντέχει το πόνο, της θύμισε έναν λυγμό από ενα μανιάτικο μοιρολοι που είχε ακουσει χρόνια πριν στην κηδεια του μπαμπα μιας συμμαθητριας της.

Ανατρίχιασε κι ένιωσε ρίγη να την διαπερνούν.

Πρέπει να προσπαθήσει να σηκώσει το πόδι της. Αν το κατάφερνε αυτό τώρα, θα κατάφερνε τα πάντα.

Έσπρωξε τον σταντ με τον ορό λίγο προς τα δεξιά της, σήκωσε τον γοφό της και πήρε μια βαθιά ανάσα. Τόσο βαθιά που νόμιζε πως ήταν η τελευταία της ζωής της.

Το πόδι της αρνιόταν να υπακούσει την πολυπόθητη εντολή του εγκεφάλου της.

«Έλα, σε παρακαλώ» ψιθύρισε, σαν να μπορούσε να την ακούσει, σαν να είχε ψυχή και θα την καταλάβαινε.

…Κρύος ιδρώτας την έλουσε και το ψύχος που ένιωσε, της κομμάτιασε όλο το λεπτό λαβωμένο της κορμί.

Έκανε μια προσπάθεια να φωνάζει, αλλά συγκράτησε την φωνή της μπήγοντας τα νύχια της στην χοντρή μάλλινη κουβέρτα που ήταν στο πλάι της

«ή τώρα ή ποτέ» πείσμωσε…

‘Έσπρωξε λίγο πιο πέρα ακόμη το άκαμπτο ατσάλι του ορού, έριξε στο γερό πόδι της όλο το βάρος του σώματος της και σηκώθηκε.

Στάθηκε.

Στάθηκε στα δύο της πόδια, ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου…

Στάθηκε όρθια πατώντας και στα δύο της πόδια, ένα κλάσμα χιλιοστό του δευτερολέπτου…

Όταν άνοιξε τα μάτια της, δεν θυμόταν αν είχαν περάσει λεπτά, ώρες ή μέρες.

Της ήρθε στο μυαλό, η μορφή της που καθρεφτίστηκε στο μισοσκουριασμένο καθρέφτη του τοίχου από το μικρό λουτήρα που ήταν πλάι στο κρεβάτι της, η μορφή της, με τα κολλημένα στο πρόσωπο άλουστα κόκκινα μαλλιά της, με τις γάζες στο σαγόνι και πάνω από το αριστερό της βλέφαρο, η μορφή της που πάλευε να κρατηθεί από το ιατρικό στατό, σαν να ήταν το μοναδικό χέρι που της απλώθηκε για βοήθεια, την μορφή της που της ήταν πιο άγνωστη από ποτέ.

Δεν ένιωθε το πόδι της καθόλου, πια.

Ένιωθε μόνο το μακρύ δρόμο που έκαναν στις φλέβες της, οι βαριές σταγόνες, καθώς έπεφταν, από τις ενδοφλέβιες εγχύσεις στο σακατεμένο κορμί της, που της έλεγαν ορθά, κοφτά, πως δεν θα ξαναχορέψει ποτέ πια.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.