«Οι άνθρωποι φορούν βαθιά χρώματα και φέρνουν βόλτες στα φώτα και στα ηχεία που σπάνε τζάμια κάνοντας εμετό τα ξημερώματα, αλλά δεν πονάνε. Ξυπνάνε σε ξένα κρεβάτια κάποιου αγνώστου και φεύγουν σιωπηλά μην τους ακούσουν. Αναίμακτα.»
-γράφει ο Γιώργος Αλεξάνδρου
Οι άνθρωποι δεν πονάνε πια. Δεν ζητάω βέβαια, τον πόνο στους ανθρώπους, όταν όμως δεν πονάει κανείς, δεν είναι ικανός για κανένα συναίσθημα. Ο πόνος είναι ισχυρό και απόλυτο συναίσθημα, είναι θρανίο, πίνακας και κιμωλία.
Ο πόνος σου μαθαίνει να αισθάνεσαι και να εκτιμάς τα συναισθήματα όλου του φάσματος της ψυχής κι όλα τα συναισθήματα του κόσμου κι όποιος πονά γνωρίζει κι αν δεν γνωρίζει μαθαίνει.
Οι άνθρωποι έπαψαν να πονάνε και από τότε έπαψαν πια να αισθάνονται. Πονάνε μόνο για να τους λυπηθούν, να τους πετάξουν ένα ξεροκόμματο ελεημοσύνης για να επιβιώσουν επιβεβαιώνοντας την ύπαρξη τους από τη θέση του ιταμού στα μάτια του άλλου.
Οι άνθρωποι φορούν βαθιά χρώματα και φέρνουν βόλτες στα φώτα και στα ηχεία που σπάνε τζάμια κάνοντας εμετό τα ξημερώματα, αλλά δεν πονάνε. Ξυπνάνε σε ξένα κρεβάτια κάποιου αγνώστου και φεύγουν σιωπηλά μην τους ακούσουν. Αναίμακτα. Να μην πονέσουν.
Ξυπνάνε το πρωί διαλυμένοι και πηγαίνουν στις θλιβερές δουλειές τους, αλλά δεν πονάνε.
Οι άνθρωποι ανέτρεψαν τους θεούς και δημιούργησαν την λογική τώρα, να υπαγορεύει κάποιος την ζωή τους. Αισθανόντουσαν ακέφαλοι και πορευόντουσαν στα τύφλα. Ακόμη όμως, στα τύφλα πορεύονται.
Δυστυχώς, δεν αισθάνονται οι άνθρωποι. Δεν αισθάνονται την πτώση. Δεν θα ακούσουν τον κρότο. Δεν ακούνε ούτε τον χτύπο της καρδιάς τους που τους κρατάει στην όποια ζωή τους.
Οι άνθρωποι δεν πονάνε πια. Έγιναν μεταλλικοί και πλαστικοί σαν τα σκουπίδια. Όμως παρέβλεψαν πως οι ίδιοι, δεν θα ανακυκλωθούν ποτέ.