
«Βρυχάται μέσα μου η ανησυχία
όταν κοιμίζω την αβουλία
όταν τα νεύρα της ψυχής
ενώνονται με του μυαλού
και χτίζουν επιθυμία.
Πνίγεται μέσα μου η μοναξιά
όταν το τέρας της ζωής
ξυπνά, αλυχτά, αγκομαχά
τρώει τις σάρκες της στιγμής,
μα συνεχίζει να πεινά.
Σφίγγεται η στρόφιγγα της λήθης
όταν τα χέρια της ηδονής
τρέμουν, αγγίζουν και χαϊδεύουν
νωχελικά κι ερωτικά
το νηστικό σώμα της μνήμης.
Αιμορραγεί η υποταγή,
την απειλεί με αρπαγή
ασύδοτη ελευθερία
που χρόνια δοσμένη στη φυγή
έψαχνε σωτηρία.
Καταβροχθίζεται η λογική
Όταν λαχτάρα ορμητική
Συμπαρασύρει μυαλό και σώμα
Της χτίζει δική της φυλακή
Τη θάβει βαθιά στο χώμα.
Τώρα ανενόχλητη θα τραγουδώ
Τον ανορθόδοξο σκοπό
Που ένοχα χρόνια παραμιλώ
Χωρίς εφιάλτες.»

