«Την δέκατη μέρα πλέον, τα χείλη μας ξερά, σκασμένα παντού κι ο ουρανίσκος, μάταια, να περιμένει λίγο υγρό σάλιο, μιαν ανακούφιση..»- από τη Μαρία Λυδία Κυριακίδου
Ξενυχτήσαμε μέρες. Είχε σωθεί το νερό, είχαν σωθεί τα τρόφιμα.
Την δέκατη μέρα πλέον, τα χείλη μας ξερά, σκασμένα παντού κι ο ουρανίσκος, μάταια, να περιμένει λίγο υγρό σάλιο, μιαν ανακούφιση. Έπρεπε, όμως, να συνεχίσουμε. Οι ζωές των κατοίκων ήταν ακόμη σε κίνδυνο κι εμείς υπεύθυνοι για την ασφάλεια τους.
Ο Νέφιτους, γύρισε το δωδέκατο βράδυ. «Αδύνατο το πέρασμα. Είναι γεμάτο αρπακτικά.Πρέπει να βρούμε άλλον δρόμο.», είπε και κοιταχτήκαμε όλοι ξεψυχισμένοι. Εκείνη τη στιγμή, η Δινόλδη ακούμπησε τη ράχη της – νομίζω έσβηνε πια – σε έναν βράχο.
Ο βράχος μετακινήθηκε,
Με μεγάλη μας έκπληξη, είδαμε πως εκεί υπήρχε μια σπηλιά. Η σπηλιά φιλοξενούσε, όσο μπορούσαμε να δούμε δηλαδή, έναν και μοναδικό διάδρομο.

Σιγουρευτήκαμε για τις δάδες και προχωρήσαμε. Χέρι με χέρι και η υγρή σπηλιά, βήμα το βήμα σκοτεινότερη. Απόκοσμοι ήχοι και συρσίματα παντού, όλογυρα μας. Κρύα σημεία και ομιχλώδη περάσματα ανάμεσα σε πανάρχαιους σταλακτίτες. Έπειτα από πεζοπορία, μπορεί και 3 ωρών, είδαμε φως.
Ήταν ο Νέφιτους που ξεφώνησε: «Μα τους θεούς, τι είναι αυτό;!»
Ο Λαρς Φάιαρ τον κόντεψε γοργά, κλείνοντας του το στόμα: » Δε μου λες; Τρελάθηκες και φωνάζεις;»
Μείναμε όλοι να κοιτάζουμε άφωνοι, ενώ τα βήματα μας , οδηγούσαν τα σκελετωμένα μας κορμιά, σχεδόν μηχανικά, σαν από θαύμα, προς τα εμπρός.
Είχαμε φτάσει..

