Κάλεσμα στέλνει στο γεωργό,
μα δεν αρέσκεται στη σοδειά της.»
– από την Ευαγγελία Αγγελούση
Διψάει ο ήλιος για νερό
Πίνει της θάλασσας το αλμυρό,
μα δε δροσίζει τη φωτιά του.
Διψάει η ανάγκη για πληρωμή.
Ζητάει εκπλήρωσης αφορμή,
μα δεν αναρρώνει απ’ τον πυρετό της.
Διψάει η ανάσα για συντροφιά.
Ζητάει σ΄ εσένα παρηγοριά,
μα δε γλυτώνει απ’ τη μοναξιά της.
Διψάει η γη για θερισμό.
Κάλεσμα στέλνει στο γεωργό,
μα δεν αρέσκεται στη σοδειά της.
Διψάει ο πόνος για γιατρειά.
Βρίσκει γιατρό στην αγκαλιά,
μα δεν του αρκεί το γιατρικό της.
Διψάει η αμαρτία για λυτρωμό.
Διώχνει με ξόρκια τον πειρασμό,
μα δε γητεύει τον ξεσηκωμό της.
Διψάει η θάλασσα για στεριά.
Γλύφει του κόσμου τη λησμονιά,
μα δεν τελειώνει το απέραντό της.
Διψάει κι ο άνθρωπος για ζωή.
Διαβάζει σοφών τη συνταγή,
μα δεν του αρκούν τα υλικά του.
Κανείς και τίποτα δεν ξεδιψά.
Γιατί της ζωής η ανηφοριά,
είναι πλασμένη μόνο για δίψα.